Στην πολιτική παράδοση των ΗΠΑ τις ενδιάμεσες εκλογές συνήθως κερδίζει το κόμμα που δεν έχει την προεδρία. Και ο Τραμπ και ο Ομπάμα και ο Μπους, όλοι, στις ενδιαμεσες εκλογές έχασαν τον έλεγχο του Κογκρέσου. Ακόμα και εξαιρετικά δημοφιλείς Πρόεδροι, όπως ο Ρέιγκαν ή ο Κλίντον, είχαν χάσει τις ενδιάμεσες εκλογές. Επανεξελέγησαν ωστόσο Πρόεδροι διά περίπου μετά δύο χρόνια.
Αυτό συνέβαινε για δύο συνήθως λόγους. Καταρχάς επειδή επικρατούσε μια τάση εξισορρόπησης της πολιτικής ισχύος του Προέδρου, απολύτως συμβατή με το πνεύμα των πολιτικών πραγμάτων στις ΗΠΑ. Κατά δεύτερον, επειδή οι ηττημένοι των προεδρικών εκλογών κατά κανόνα εμφανίζουν μεγαλύτερη συσπείρωση, κάτι που στις εκλογές αυτές μετράει περισσότερο, καθώς η συμμετοχή είναι χαμηλότερη σε σχέση με τις προεδρικές. Σε αυτές τις εκλογές οι Ρεπουμπλικάνοι επικαλούνται τις πληθωριστικές τάσεις που πλήττουν τα εισοδήματα των Αμερικανών. Οι Δημοκρατικοί από την πλευρά τους προβάλλουν τη δημιουργία θέσεων εργασίας επί Μπάιντεν και αναδεικνύουν ζητήματα όπως το δικαίωμα στις αμβλώσεις, επισείοντας τον κίνδυνο κυριαρχίας των Ρεπουμπλικανών –ειδικά της τραμπικής τάσης– στο Κογκρέσο και σε πολλές Πολιτείες.
Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι τις τελευταίες βδομάδες έχει ενισχυθεί ξανά η δυναμική των Ρεπουμπλικανών. Όχι όσο έντονα φαινόταν πριν μερικούς μήνες, αλλά, μετά από μια ανάκαμψη των Δημοκρατικών στα τέλη του καλοκαιριού, οι Ρεπουμπλικανοί φαίνεται να περνάνε ξανά μπροστά. Όχι θεαματικά, αλλά αρκετά για να ανακτήσουν τον έλεγχο του Κογκρέσου. Η επικράτησή τους στη Βουλή των Αντιπροσώπων θεωρείται βέβαιη και άνετη, ενώ απολύτως οριακή αναμένεται η αναμέτρηση στη Γερουσία, η οποία σήμερα είναι 50-50, με την πλειοψηφία να κρίνεται στην ψήφο της Αντιπροέδρου Καμίλα Χάρις, κατά τα προβλεπόμενα από το Σύνταγμα των ΗΠΑ.
Όσο για τις πολιτικές εξελίξεις στις ΗΠΑ, αυτές αναμένονται εξαιρετικά ενδιαφέρουσες. Ένας θρίαμβος των Ρεπουμπλικανών –ειδικά αν εκλεγούν οι τραμπικοί υποψήφιοι– θα ενισχύσει ακόμα περισσότερο τον ρόλο του τέως Προέδρου. Αν χάσουν, όσοι υποστηρίζουν ότι το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα πρέπει να απεγκλωβιστεί από την αγκαλιά του Τραμπ θα ενισχυθούν. Αυτοί δεν μιλάνε δυνατά επειδή ο Τραμπ κυριαρχεί ακόμα στη βάση του κόμματος και φοβούνται, αλλά δεν είναι λίγοι. Αντίστοιχα, αν οι Δημοκρατικοί πάθουν μεγάλο “στραπάτσο”, οι φωνές που θα ζητήσουν αποχώρηση του Μπάιντεν στο τέλος της θητείας του και διεκδίκηση του χρίσματος από έναν νέο υποψήφιο (και ίσως όχι την Κάμαλα Χάρις) επίσης θα ενισχυθούν. Σημαίνει κάτι για την Ελλάδα μια πιθανή αλλαγή συσχετισμών; Αν και αυτή η ερώτηση υποκρύπτει έναν κακώς εννοούμενο επαρχιωτισμό, λες και η Ελλάδα είναι το κέντρο του κόσμου, ενώ παραβλέπει και την πιο θεμελιώδη διάσταση, ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις έχουν βάθος και διάρκεια που υπερβαίνουν την εκλογική συγκυρία, είναι μία από τις λίγες φορές που έχει νόημα να απαντηθεί. Και αυτό επειδή σήμερα επικεφαλής της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας είναι ο Μπομπ Μενέντεζ, ο οποίος είναι αρκετά υποστηρικτικός στις ελληνικές θέσεις. Αν οι Δημοκρατικοί χάσουν τον έλεγχο της Γερουσίας, ο Μενέντεζ θα φύγει από πρόεδρος της επιτροπής και αυτό δεν είναι καλό για εμάς. Βέβαια, το ελληνικό λόμπι στις ΗΠΑ έχει επιρροή και στο κόμμα των Ρεπουμπλικανών. Ο Μαρκ Ρούμπιο, π.χ., ο οποίος πιθανότατα θα επενακλεγεί στη Φλόριντα, έχει επίσης καλές σχέσεις με το ελληνικό στοιχείο στις ΗΠΑ. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, λόγω της κρίσιμης κατάστασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, μια αλλαγή συσχετισμών στη Γερουσία δεν είναι μια εξέλιξη που θα έπρεπε να ευχόμαστε. Θεωρώ όμως ότι δεν υπάρχει πλέον το “μεγάλο κακό” που λέγαμε παλιά.
Τα συμφέροντα των ΗΠΑ είναι τεράστια στη χώρα μας και στρατιωτικά και ενεργειακά. Επίσης και με τον ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση οι σχέσεις με τις ΗΠΑ ήταν άριστες,παρά το ότι Πρόεδρος ήταν ο Τραμπ. Επομένως και εδώ έχουν αλλάξει κατά πολύ, οι παλιές αντιαμερικανικές εξάρσεις. Μπορεί να αλλάζουν συσχετισμοί και κυβερνήσεις,όμως υπάρχει μια σταθερή σχέση με την Αμερική τα τελευταία χρόνια,ανεξάρτητα του ποιος κυβερνά. Τα αμοιβαία συμφέροντα καθορίζουν τα πάντα.