Η νίκη αυτή, της άκρας δεξιάς έρχεται μετά τη αντίστοιχη νίκη στη Σουηδία και τα σημαντικά ποσοστά που σημειώνουν τα δεξιά κόμματα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
“Θα κυβερνήσουμε για όλους τους Ιταλούς”, προσπάθησε να καθησυχάσει τις ανησυχίες στη χώρα της και στο εξωτερικό η επικεφαλής της ιταλικής άκρας δεξιάς Τζόρτζια Μελόνι, η οποία θέλει να γίνει η επόμενη πρωθυπουργός μετά τη νίκη της παράταξής της εντός του δεξιού συνασπισμού.
Παραμένοντας στην αντιπολίτευση, απέναντι σε όλες τις κυβερνήσεις που διαδέχθηκαν η μια την άλλη, μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2018, το κόμμα Αδέλφια της Ιταλίας (Fratelli d’Italia, FdI) επιβλήθηκε ως η βασική εναλλακτική και είδε το ποσοστό του να απογειώνεται από το 4,3% πριν από τέσσερα χρόνια, σχεδόν στο ένα τέταρτο των ψήφων σήμερα (περί το 26%), ή, με άλλα λόγια, να γίνεται το πρώτο κόμμα του κοινοβουλίου της Ιταλίας.
“Οι Ιταλοί έστειλαν καθαρό μήνυμα υπέρ μιας κυβέρνησης της δεξιάς υπό την ηγεσία των Αδελφιών της Ιταλίας”, συμπλήρωσε η κυρία Μελόνι επιβεβαιώνοντας τη φιλοδοξία της να γίνει η επόμενη πρωθυπουργός.
Η συμμαχία που σχημάτισε με το άλλο κόμμα της ιταλικής ακροδεξιάς, τη Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι, και με τη Φόρτσα Ιτάλια (FI), τη δεξιά παράταξη του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, αναμένεται να εξασφαλίσει απόλυτη πλειοψηφία των εδρών, τόσο στη Βουλή, όσο και στη Γερουσία.
Η παράταξη που ίδρυσε στα τέλη του 2012 η Τζόρτζια Μελόνι με συνοδοιπόρους της διαφωνούντες του μπερλουσκονισμού ,ξεπέρασε το Δημοκρατικό Κόμμα (PD) του Ενρίκο Λέτα, που δεν κατάφερε να φράξει τον δρόμο της άκρας δεξιάς και πέφτει κάτω από το φράγμα του 20% των ψήφων. Ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά για την κεντροαριστερά, σε συνδιασμό φυσικά με την αποχή που άγγιξε το 10% περισσότερο από τις προηγούμενες εκλογές.
Τα Αδέλφια της Ιταλίας οφείλουν την επιτυχία τους στις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις των αντιπάλων τους, στον άνεμο της απόρριψης της πολιτικής τάξης που πνέει στη χερσόνησο και στο χάρισμα της επικεφαλής τους.
Η 45χρονη Μελόνι, η οποία στα νιάτα της δήλωνε θαυμάστρια του Μπενίτο Μουσολίνι, κατάφερε να αποδαιμονοποιήσει την εικόνα της ιδίας και της παράταξής της, καθώς και να κεφαλαιοποιήσει τους φόβους και την οργή εκατομμυρίων Ιταλών μπροστά στην έκρηξη των τιμών και της ανεργίας, την απειλή ύφεσης, τον φόβο των μεταναστευτικών ροών και τις διαχρονικές ανεπάρκειες των δημόσιων υπηρεσιών.
Η επόμενη ιταλική κυβέρνηση θα κληθεί να αντιμετωπίσει την κρίση που προκαλεί ο αλματώδης αυξανόμενος πληθωρισμός, την ώρα που η Ιταλία έχει δημόσιο χρέος που φθάνει το 150% του ΑΕΠ της.
Στη χώρα όπου η κυβερνητική αστάθεια αποτελεί χρόνιο φαινόμενο, πολιτικολόγοι ήδη δίνουν βραχύ προσδόκιμο ζωής στη συμμαχία που κέρδισε χθες τις εκλογές. Θεωρούν τη συμμαχία συμφέροντος, ανάμεσα σε τρεις ηγέτες με ανταγωνιστικές φιλοδοξίες. Αυτό όμως θα το δείξει ο χρόνος.
Η Τζ. Μελόνι, χωρίς καμία κυβερνητική εμπειρία πέρα από το εφήμερο πέρασμά της από το υπουργείο Νεολαίας (2008-2011), θα έχει την ανάγκη να χειριστεί τους συμμάχους της, πολύ πιο πεπειραμένους από εκείνη. Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι υπήρξε επανειλημμένα πρωθυπουργός, ο Ματέο Σαλβίνι υπουργός Εσωτερικών και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. Το τεράστιο δημοσιονομικό χρέος της Ιταλίας θα είναι συνεχώς ένα βαρίδι, που θα την υποχρεώνει σε συμβιβασμούς με την Ευρώπη και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Στον “φάκελο” Ουκρανία, η Ε.Ε. και άλλοι σύμμαχοι της Ιταλίας, κράτους μέλος του NATO, θα βάλουν στο μικροσκόπιο την κατανομή των χαρτοφυλακίων μεταξύ των τριών κομμάτων. Μπορεί η κυρία Μελόνι να δηλώνει πεισμένη υποστηρίκτρια της Ατλαντικής Συμμαχίας και να τάσσεται υπέρ των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία, οι κ. Σαλβίνι και Μπερλουσκόνι όμως έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις ,με μια πιο φιλική συμπεριφορά απέναντι στον Πούτιν. Θα φανεί λοιπόν άμεσα πόσο αυτή η συμμαχία θα αντέξει τις πιέσεις των δύσκολων καιρών. Όσο για μας, αυτή η πολιτική εξέλιξη σε μια χώρα κοντά μας, πρέπει να μας ενεργοποιήσει και να μας δείξει ότι ο λαϊκισμός και οι υπερβολές με αντίστοιχη αναποτελεσματικότητα στην διακυβέρνηση, μπορεί να ανοίξει τους “ασκούς του Αιόλου”, σε κατευθύνσεις που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει. Οι κοινωνίες κινούνται πλέον με τελείως διαφορετική λογική σε σχέση με τις περασμένες δεκαετίες.