Ελιές θυμάμαι εμάζευα, εκείνη την ημέρα,
κ’ εζούσα απ’ το ράδιο, τα γεγονότα πέρα.
Μικρός ήμουνα κ’ ένιωθα, μέσα μου τον αγώνα,
και τη γροθιά μου, έσφιγγα, με τ’άλλο τη σφεντόνα.
Άκουγα τα συνθήματα, ψωμί ελευθερία,
τα χέρια που ‘ταν άοπλα, στου τανκς τη φασαρία.
Κάτω η χούντα φώναζαν, στα μούτρα του αστυνόμου,
άκουγα ξύλο με τα γκλομπς, και τσι κραυγές, του πόνου.
Και εγώ στην τσίμα ξέσπαγα, ετίναζα τσι ελιές μου,
απάνου τσου δικτάτορες, ήταν οι βουρδουλιές μου.
Ετσούρλαγε σε με, η ελιά, και εκεί ζεστό το αίμα,
με σπάραζε τση μάνας μου, το πονεμένο βλέμμα.
Μάνα θυσία γίνεται, καίγεται η Αθήνα,
εκεί λαό ξεκάνουνε, στριγγλίζει η σειρήνα.
Κορμιά στη καγκελόπορτα, κάννες τα σημαδεύουν,
ετοιμοθάνατες φωνές, τον ύμνο συνοδεύουν.
Και εγώ χτυπάω την ελιά, που τον καρπό μου δίνει,
ξυλοδαρμένη φυλλωσιά, και σύμβολο για ειρήνη.
Ξυλοδαρμένοι φοιτητές, όπως και τα κλαδία,
δημοκρατία θέλουνε, κράτος ψωμί παιδεία.
Μα ακούω κραυγές που πνίγονται, που σπάραζαν τα στήθια,
κραυγές πολλές στο ράδιο, που φώναζαν βοήθεια.
Θα ‘ναι απλών αγωνιστών, ελεύθερων Ελλήνων,
το ταγκ την πύλη πάτησε, με παρουσία εκείνων.
Πέρασε πάνω από κορμιά; ψέματα είπαν, ψέμα,
μα το ‘παν οι ερπύστριες, που έβαψαν με αίμα.
Είχα ελιές και μάζευα, κι’ η σκέψη με πηγαίνει,
αυτή η θυσία φοιτητών, λέτε πήγε χαμένη;
Όχι εγώ θα έλεγα, έχουμε φιλμ και εικόνα,
που συντηρεί τα χρώματα, με συνεχή αγώνα!!!