Επήγα να μπανιαριστώ, ο έρμος, σ΄ αμμουδία,
να πάρω τη δροσία μου, να πάρω μυρουδία.
Ομπρέλες εύρηκα πολλές, ξαπλώστρες τεντωμένες,
μπρούμυτα, ανάσκελα κορμιά, σταφίδες απλωμένες.
Επήρα την πετσέτα μου, και πάτησα στην άμμο,
έψαχνα να βρω τη μεριά, και κατά πού να κάμω.
Να απλώσω την πετσέτα μου, κάπου αν περισσεύει,
άμμο να νιώσω καυτερό, κύμα να με χαϊδεύει.
Αυτό δεν το ΄χαμε παλιά, πριβέ οι ακρογιαλιές μας,
απ΄ άκρη σ΄ άκρη ρεζερβέ, και λάδια οι μυρουδιές μας.
Το μπάνιο θέλει και λεφτά, να πάρεις και κρεβάτι,
ομπρέλα να ΄χεις για σκιά, να πάρουμε και κάτι.
Έκαμα τσι βουτίες μου, βουτίες κ΄ όχι λόγια,
εξάπλωσα και σγάρλαγα, την άμμο με τα πόδια.
Έχωνα και τα χέρια μου, κάνει καλό μου ΄το πες,
μα αν το ΄βρεις Ευλαμπία μου, εξέθαψα και γόπες.
Γόπες, τα αποτσίγαρα, σταχτοδοχείο χάμου,
σβήνουνε τα τσιγάρα τσους, στην αμμουδιά απάνου.
Ωραία λέω, μπράβο μας, ευαισθία μεγάλη,
από δική μας απονιά, ζεύει το ακρογιάλι.
Γυναίκα, Ευλαμπία μου, εμείς στην εποχή μας,
ότι σκουπίδια κάναμε, τα παίρναμε μαζί μας.
Έστρωνες χάμου έδεκει, κ’απάνου τσι πετσέτες,
μπάνιο, το κολατσίο μας, και το καρπούζι φέτες.
Θυμάμαι που μου έλεγες, έχε το νου σου Μπάμπη,
όταν θα φύγουμε από δω, η παραλία θα λάμπει.
Ήταν δικές μας οι αμμουδιές, του κάθε απλού πολίτη,
τώρα δεν τσι ορίζουμε, τσι βάλανε σε νοίκι.
Βρωμίσανε τσι θάλασσες, ξαπλώστρες οι αμμουδιές μας,
και για τσι γόπες… θησαυρός, ξέρουν οι αφεντιές μας…