Είπα και πήρα απόφαση, να βάλω κουνουπιέρα,
κι ας μοιάζει το δωμάτιο, με καποτέ ζαρτιέρα.
Τιραντιστή θα κρέμεται, κι ούλον θα με σκεπάζει,
των κουνουπιών την έλευση, στη σάρκα μου θα φράζει.
Εφέτος λέω θα ΄χουμε, παραγωγή μεγάλη,
θα κάμω τη θωράκιση, και ψεύτη ας με βγάλει.
Ποιο θα χωθεί εις τον οίκον μου, σε με και στη κυρά μου;
επήρα μέτρα πρόληψης, για αυτή τη συμφορά μου.
Δεν έχω τέτοια πρόθεση, σκοπιά για να φυλάω,
θα κάθομαι ολοτσίτσιδος, στο Room και θα γελάω.
Θα ακούω την επίθεση, και ζζζζζ, το κάθε κτήνος,
μα θα ΄χω εκειό το δίχτυ μου, και θα αποκρούει το σμήνος.
Το θέμα πως φυλάγομαι, με τα ερωτικά μου;
γιατί δεν κάνω σκεπαστός, έχω τα αλλιώτικά μου.
Ξεφεύγω απ΄ το κρεβάτι μου, για αυτό στεναχωριέμαι,
και φτάνω στον καθρέφτη μου, που θέλω να κοιτιέμαι.
Δεν έχω την προφύλαξη, σ΄ άσκηση καρεκλάτη,
ούτε και στο ανάποδο, που πέφτω με τη πλάτη.
Ωω μάνα και Θεούλη μου, αν τσιμπηθεί η φλογέρα;
πρέπει να βρω ένα σύστημα, να απλώνει η κουνουπιέρα.
Θα το ρωτήσω να μου πουν, οι αρχιτέκτονές μας,
πως φεύγουν τα κουνούπια τσους μέσα απ΄ τσι ηδονές μας.
Σου πέφτει απ΄ το τσίμπιμα, και που κακό χρον΄ να ΄χει,
κι αμέσως σβήνει χάνεται, η ερωτική σου μάχη.
Εκεί που αλλάζει η διάθεση, κι ο στίχος τα μπερδεύει,
”βλέπω μυρίζω γιασεμί, και δίπλα ο κάδος ζεύει.”
”Εκεί που βλέπω θάλασσα, και ζωγραφιά ακρογιάλι,
το κύμα που λερώθηκε, εκεί αφρούς θα βγάλει.”
Και εγώ την κουνουπιέρα μου, ψάχνω να εξελίξω,
δεν ξέρω ακόμα να σας πω, και που θα καταλήξω!!!