Δεν ακούς πλέον
απ´ τις βαθιές χαράδρες
ανέμους σιωπηλούς˙
αιχμάλωτες πετάνε οι σπονδές
σε ίσκιους κυπαρισσιών πλαγιάζουν.
Άννα (1)
«Και μέσα μου φουσκώναν ολόκλειστα
τα δικά μου ποτάμια
που θα μπορούσαν να ποτίσουν
όλα τα λησμονημένα περιβόλια…»
Όπως,
«κι ετούτο το παρόν που καίει και καίγεται…»
Μικρά στιχάκια από το «Μεγάλο Γράμμα» του Τίτου Πατρίκιου.
Όλοι πορευόμαστε μέσα από τις πληγές μας και εσύ καλή μου στέκεις άρρητη πληγή και για μένα, όπως άρρητο και το γεγονός ότι τριών χρονών παιδί χώρισα δρόμους και αντίκρυζα, ολοζωής, μαύρα μαντίλια να στεφανώνουν, την απόλυτη ομορφιά της μητέρας μου.
Το ξέρω Μαρία Νεφέλη της καρδιά μας• μόνο «η ποίηση είναι αδούλωτη από τον θρήνο…»
Όμως, «η οδύνη είναι ζωή», ανασημασιοδοτεί και τα παίρνει όλα απάνω του ο Ντοστογιέφσκι στους «Αδελφούς Καραμάζοφ».
Όπως έχω ξαναπεί και η ψυχιατρική, η οποία προστρέχει, υπενθυμίζει: «…το πένθος οργιάζει σε προ απαιτούμενα, δίνει την αγάπη, τη στοργή, το νοιάξιμο, τη σχέση που έχουμε μοιραστεί με εκείνον που έχουμε απωλέσει. Η δυτική – αμερικανική επιφανειακή κουλτούρα, αποφεύγοντας τα αρνητικά συναισθήματα, παρεμποδίζει τη διαδικασία του πένθους και οδηγεί σε υπερπαραγωγή κατάθλιψης.»
Αντίθετα από την «επιφανειακή αυτή κουλτούρα», για την Ρωμιοσύνη ισχύουν τα λόγια του Γ. Ρίτσου, που την έκφρασε με τις λαβωματιές των αγώνων του και την ψυχή του:
«Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ΄τα σπίτια τους, τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια της μητέρας (2) τους την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει…
Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι κι έχουν μια ξεχωριστή προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο που ο πόνος κάτω απ΄ τα πλευρά μας, δεν είναι πια απ΄ τη στέρηση μα από την αύξηση.
Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους, είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι!»
Ναι, αγαπητοί φίλοι μου αναγνώστες, προστρέχω στην ευγένεια της ανοχή σας. Έχω συνείδηση της συνθηματικής μου «επίδειξης», αφού προσεγγίζω μετά τόσα χρόνια και επαναλαμβάνω πολλές φορές ίδια λόγια και μάλιστα ενσαρκωτικά για το γεγονός.
Τελικά, με έφερε η ανάγκη, επειδή δεν αξίζει οι ζωές των ανθρώπων να αφήνονται στη λησμονιά. Τη μνήμη επικαλούνται εναγώνια και τα λιτά λόγια του πατέρα: «Δεν θέλω να ξεχάσω!»
Εξάλλου και οι νέγροι, που τραγουδάνε μπλουζ για να ξεχάσουν, τα τραγούδια τους είναι γεμάτα μνήμες!
Ζάκυνθος, 26 Μάη 2023
(1) Η Άννα, κόρη των αγαπημένων φίλων μου Δημήτρη και Γιώτας Κόμη, τελειόφοιτος της Ιατρικής, χάθηκε απροσδόκητα στις 26 Μαΐου 2007, μαζί με άλλους 7 νέους περιπατητές στον Λούσιο Ποταμό. Ήταν μόλις 23 ετών, όταν οι βεβαιότητες συνθλίφτηκαν σε μια θανάσιμη αναμέτρηση με τη φύση και τη ζωή. Ό,τι με τόσο πάθος είχε αγαπήσει.
(2) Η μάνα, πάντα μόνη και απροσπέλαστη στο δικό της πόνο, βάζει τα όρια του πάνω και του κάτω κόσμου. Όμως εδώ η Γιώτα Τριανταφυλλοπούλου-Κόμη έχει τη δύναμη να κοινωνεί αυτά τα όρια μέσα από την ποιητική της συλλογή «Με τη Μέθοδο του Υλοτόμου».
Ένα βιβλίο με την αφιέρωση:
«Στην Άννα, τη γιατρό των αστεριών.
Αυτό το βιβλίο ήταν η μεγάλη της θέληση».
Διαλέγω το ποίημα από το εμπροσθόφυλλο.
Άφησα πίσω μου
τους πνιχτούς ήχους της πόλης
σε γαλατερό τοπίο
ασημένιου φεγγαριού τρέχοντας.
Και σ’ αντίκρυσα!
Είδα κι έπαθα να σε γνωρίσω
καθώς βάδιζες σε παράξενη νηνεμία,
θεσπέσια αύρα
από νωχελικό λίκνισμα,
φαίνονταν τα κεντίδια στο στρίφωμά σου.
-Δεν θέλω να εκλιπαρείς σαν Δήμητρα
που κλαίει στην Ελευσίνα, μου φώναξες,
ούτε γιορτές
-γιορτάζουν τα επουράνια;
(Με εκπλήσσεις πάλι
και χάνω τα λόγια μου.)
Να μείνει μεταξύ μας η κουβέντα
απαίτησες -μη με καμαρώνεις τόσο-
και τα μάτια σου μου φέγγανε
(θυμάσαι; Αστραπή σε φώναζα)
-πάλι δεν τα βγάζω πέρα μαζί σου,
καθώς ζητάς επίσημη διαβεβαίωση
και μυστική συνθήκη.
Αχ! Αστερόεσσα,
πόσο ίδια είσαι, αμετάθετη μέσα μου,
αμαζόνα ιάμβου, αιώνια αγκαλιά μου.