Όλα ήταν σχεδόν βέβαια εδώ και καιρό ως προς το αποτέλεσμα. Μόνο το ποσοστό της νίκης έμενε, καθώς και το πώς ο επανεκλεγείς Πρόεδρος θα διαχειριστεί τη κρίση στην περιοχή. Το αποτέλεσμα έδειξε ότι η Τουρκία είναι πλέον χώρα βαθιά διχασμένη, το αποδεικνύει και το αποτέλεσμα. Ο Πρόεδρος Ερντογάν, έχοντας απέναντι του σχεδόν όλη την αντιπολίτευση συνασπισμένη νίκησε, όμως παραμένει η βαθιά διαχωριστική γραμμή που χωρίζει στα δύο την Τουρκία, μεταξύ κεμαλιστών και υποστηρικτών του κοσμικού κράτους και των ισλαμιστών από την άλλη πλευρά. Το μόνο που ενώνει τις δύο αυτές δυνάμεις στη γειτονική χώρα είναι ο εθνικισμός.
Αυτός κυριάρχησε στις εκλογές και σίγουρα είναι το νέο φαινόμενο που πρέπει να μας ανησυχεί,μαζί με όλο τον δυτικό κόσμο και την Ευρώπη. Δεν ξέρω πόσο ο νικητής θα θέλει αυτόν τον εθνικισμό να τον αξιοποιήσει και να τον διεγείρει το επόμενο διάστημα , όμως είναι από τα εύκολα πεδία πάνω στα οποία θα μπορέσει να στήσει το αφήγημα του και να προσπαθήσει να καλύψει τις σοβαρές αδυναμίες της τουρκικής οικονομίας. Με τις ΗΠΑ το πρώτο κρίσιμο τεστ θα είναι η υπόθεση της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, καθώς η επιμονή στο βέτο θα διατηρήσει το βαρύ κλίμα στις σχέσεις με τον πρόεδρο Μπάιντεν και φυσικά θα αφήσει σε εκκρεμότητα την υπόθεση των F-16. Ίσως, αναζητηθεί την τελευταία στιγμή κάποιο “άλλοθι” ώστε να μπορέσει να εμφανίσει ο κ. Ερντογάν την άρση του βέτο ως δικό του… θρίαμβο. Σε κάθε περίπτωση όμως δύσκολα θα προχωρήσει σε σοβαρές παραχωρήσεις προς την Ουάσιγκτον γνωρίζοντας την προσωπική εχθρότητα του προέδρου Μπάιντεν και πολλών δυνάμεων στις ΗΠΑ. Πιθανότατα θα περιμένει τις εκλογές το 2024,άλλωστε τώρα πλέον δεν τον πιέζει ο χρόνος.
Η συνολική επανατοποθέτηση της Τουρκίας μετά τις εκλογές απέναντι στη Δύση επηρεάζει άμεσα και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο πρόεδρος Ερντογάν μετά την ηρεμία των τελευταίων μηνών από τους σεισμούς και εντεύθεν, χωρίς βεβαίως η τουρκική πολιτική να έχει μετακινηθεί έστω και ένα εκατοστό, αναμένεται να επιδιώξει να περάσει στην επόμενη ημέρα, επιδιώκοντας ίσως και μια συνάντηση με τον Κ.Μητσοτάκη, εφόσον κερδίσει και αυτός τις δικές του εκλογές ,στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους, ώστε να πείσει και τους Συμμάχους, ότι η Τουρκία είναι πρόθυμη για επανέναρξη συνομιλιών με την Ελλάδα.
Σε αυτή τη διαδικασία θα υπάρχουν σοβαρές προκλήσεις. Η Ελλάδα θα πρέπει να είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει μια τέτοια “επίθεση φιλίας” του Τ. Ερντογάν, ο οποίος θα απαιτεί μια εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση την οποία καμία ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να αποδεχθεί. Και όλα αυτά θα γίνονται αφενός με την “παραίνεση” των Συμμάχων αλλά και την απειλή της Τουρκίας την οποία με απόλυτη ειλικρίνεια έχει θέσει στο τραπέζι ο κ. Τσαβούσογλου ότι η μη συνολική επίλυση όλων των “διαφορών” θα οδηγήσει σε επιστροφή στην ένταση. Εάν ο κ. Ερντογάν επιλέξει τελικά να ξεκινήσει μια έστω και δύσκολη διαπραγμάτευση με την Ε.Ε. η Ελλάδα θα έχει την ευκαιρία να επιδιώξει τη διασύνδεση της πορείας της επαναδιαπραγμάτευσης της Τελωνειακής Ένωσης με τα ελληνοτουρκικά, χωρίς πολλές ελπίδες πάντως. Όμως η έναρξη της όποιας διαπραγμάτευσης, είναι πάντα καλύτερη από την συνεχή ένταση σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, με απρόβλεπτες καταστάσεις. Άλλωστε έτσι ζούμε τα τελευταία πενήντα χρόνια και ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας.