Αυτή η κάλπη, η γλυκιά, παίρνει ψυχή και βάλε,
σε μια βδομάδα το πολύ, θα παίξει και φινάλε.
Θα ‘χει νοκ-άουτ σίγουρα, θα ‘χει και πίκρα τόση,
θα ‘ναι στριφτό το χτύπημα, θα τσούξει, θα ματώσει.
Οι άλλοι την ενιώσανε, τα λάθη θα τα γράψουν,
την Κυριακή για χάρη τσης, οι δεύτεροι θα κλάψουν.
Άσπλαχνη κάλπη, άσπλαχνη, σου βγάζω το καπέλο,
ξέρεις πώς νιώθω μέσα μου, και σε μισώ, και θέλω.
Μέσα από σε η ελπίδα μου, το χρέος και η τιμή μου,
το απόρθητο δικαίωμα, είσαι η δύναμή μου.
Μόνο που όταν έρχεσαι, η ατμόσφαιρα με πνίγει,
με πνίγει γιατί γίνομαι, θήραμα για κυνήγι.
Για μένα τον αγράμματο, πάσχει η δημοκρατία,
γιατί μέσα στους κόλπους τσης, ζει κι η τρομοκρατία.
Με αλλοιώνουν, με ενοχλούν, και μόνο δεν μ’ αφήνουν,
μου λένε, με ζαλίζουνε, λόγο δεν μ’ απευθύνουν.
Τα πάντα εκμεταλλεύουνται, κανένας να μην χάσει,
τον γέρο, τον ανήμπορο, που τα εκατό έχει φτάσει.
Που δεν θα βρίσκεται μαζί, στο οδοιπορικό μου,
κι όμως ψηφίζει για να βγει, το μέλλον το δικό μου.
Δημοκρατία έχουμε, μα ναι, μα δεν δουλεύει,
τση λες θέλω αυγολέμονο, φασούλια μας φιλεύει.
Νοθείες δεν υπάρχουνε, έχει στοργή κι αγάπη,
ότι θα ρίξεις μέσα τσης, αυτό θα βγάλει η κάλπη.
Και την πιστεύω, τι να πω, με εμπιστοσύνη πάω,
για αυτό το ψηφοδέλτιο, με χάρη το πετάω.
Πάμε σε αγώνα δυνατό, πρέπει να τ’ αναφέρω,
θα παίξω ένα στοίχημα, τα κέρδη δεν τα ξέρω…