«…Η ιθύνουσα την πολιτείαν μου κεντρική αρχή είναι ότι ο πολιτικός ανήρ οφείλει να έχη γνώμονα πάσης αυτού πράξεως το κοινόν συμφέρον, και εις το συμφέρον τούτο να υποτάσση άνευ τινός ενδοιασμού, το τε συμφέρον του κόμματος εις ο ανήκει και των μελών του κόμματος τούτου…»
(Εφημερίδα των Αθηνών, 6ης Σεπτεμβρίου 1910).
Υπό το πλαίσιο των ανωτέρω κατευθυντήριων αρχών που καταδεικνύει ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως θεμελιακό υπόβαθρο της πολιτικής λειτουργίας και ειδικότερα ως προσανατολιστική κατεύθυνση της σκέψης και πράξης του πολιτικού προσωπικού μιας ευνομούμενης πολιτείας, καλούμαστε, στις επερχόμενες εθνικές εκλογές, ν’ ανιχνεύσουμε ποιοι από τους υποψήφιους βουλευτές που διεκδικούν την ψήφο μας, πληρούν στο μέγιστο δυνατό βαθμό τα εν λόγω κριτήρια. Γιατί αυτό που συνάγεται από την μακροϊστορική επισκόπηση της μεταπολιτευτικής ελληνικής εμπειρίας είναι ότι το εκλογικό σώμα δεν αναγνωρίζει τον πολιτικό εκείνο που θυσιάζει το ατομικό και κομματικό συμφέρον για χάρη του συλλογικού συμφέροντος∙ που αδιαφορεί για το πολιτικό κόστος, προκειμένου να διακριβώσει και να διατυπώσει την αλήθεια για τα μείζονα εσωτερικά-εξωτερικά ζητήματα, δίνοντας το παράδειγμα της πλήρους υποταγής και ευλάβειας στο γράμμα του νόμου, επιζητώντας την ανάληψη της πολιτικής εξουσίας ως μέσο για την πραγματοποίηση υψηλότερων σκοπών –κοινωνική ευδαιμονία.
Τουναντίον καταδεικνύεται ότι η πολιτική ως λειτούργημα, για την προαγωγή του συλλογικού συμφέροντος, αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα της αναγόρευσής της (πολιτικής) σε άθλημα κατάκτησης- ιδιοποίησης του κράτους για την ικανοποίηση ιδιοτελών-μικροπολιτικών στόχων. Γεγονός που επικυρώνεται από την υπερψήφιση πολιτικών και κομμάτων που καταδυναστεύουν τον κοινωνικό βίο και το δημόσιο πλούτο της χώρας. Κοντολογίς, ο προεκλογικός προβληματισμός μας δεν μπορεί παρά να περιστρέφεται γύρω από την αδρή περιγραφή της συγκαιρινής Ελλαδικής πραγματικότητας, δια χειρός Χρήστου Γιανναρά:
«Όταν μια κοινωνία προικισμένη από τους θεούς με τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια Ιστορίας, με γλώσσα και καλλιέργεια, που, σίγουρα, “δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιωτέραν”, όταν την παιδεία των παιδιών της κοινωνίας αυτής τη διαχειρίζεται συμπτωματικός ξιπασμένος της “μοδερνιάς” και αντιπολίτευση δεν υπάρχει, όταν το όνομα γης πατρώας, της ίδιας κοινωνίας, το ξεπουλάει σε διεθνή συμφέροντα ένας σαλτιμπάγκος της διπλωματίας, όταν το ψωμί και τη στέγη, άλλος αμοραλιστής σαλτιμπάγκος της οικονομίας, τα παραδίνει να τα λυμαίνονται διεθνείς τοκογλύφοι, τότε το πρόβλημα δεν είναι τι θα ψηφίσουν τα θύματα στις οψέποτε εκλογές, αλλά πότε θα ωριμάσει ο απελπισμός τους».
Ποια είναι όμως τα αίτια του εκφαυλισμού της πολιτικής στο Ελληνικό κράτος και ποια τα αποτελέσματά της;
Εκκινώντας από το γεγονός ότι ο φυσικός τρόπος διοίκησης του Ελληνισμού, από τις απαρχές του, έως και τη συγκρότηση του Ελληνικού κράτους (1829) πραγματώνονταν μέσα από αυτοκυβέρνητες πόλεις και κοινά, θα παρατηρήσουμε τη θεμελιώδη μεταβολή που λαμβάνει χώρα αμέσως μετά την αποτυχία του πρώτου Έλληνα κυβερνήτη, Ιωάννη Καποδίστρια, να συγκεράσει το παραδοσιακό πολυπολεοτικό πρότυπο των πόλεων/κοινών, με το νεωτερικό, δυτικό μοντέλο του κράτους-έθνους. Αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής ήταν η επιβολή του βαυαρικού κανόνα, κατά την περίοδο της αντιβασιλείας-βασιλείας του Όθωνα, συνωθώντας στην ιδιοποίηση του κράτους/πολιτικής από την προεστική/προυχοντική τάξη και εισαγάγωντας σε καθεστώς ιδιωτείας την κοινωνία.
Συνεπαγόμενα η αποδιάρθρωση των θεμελιωδών παραμέτρων της κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης του ελληνισμού και κυρίως η αυτονόμηση του πολιτικού/κομματικού συστήματος από την κοινωνία του, συνιστούν τις γενεσιουργές αιτίες της εκφαυλισμένης πολιτικής λειτουργίας. Αφ’ ής στιγμής που το «κομματικό σύστημα αυτονομείται και κυριαρχεί επί του τυπικού πολιτικού συστήματος, έτσι ώστε το πρώτο να καθορίζει τη λογική θεμελίωση και την πολιτική δυναμική του δεύτερου», το σύνολο των δομών της εσωτερικής κοινωνικοπολιτικής και οικονομικής οργάνωσης εξυπηρετεί αποκλειστικά τους μικροπολιτικούς στόχους του κομματικού συστήματος. Η εξέλιξη αυτή, επονομαζόμενη και ως κομματοκρατία, οδηγεί σε μια διαμεσολαβούμενη, παρεκβατική σχέση με την κοινωνία, που έχοντας χάσει το φυσικό της ρόλο ως εντολέας-εντολοδόχος της πολιτικής, μεταβάλλεται σε ιδιώτη, ενώ το/τα εκάστοτε κυβερνών/τα κόμμα/τα ιδιοποιείται τον κρατικό μηχανισμό, και από εντολοδόχος της κοινωνίας αναγορεύεται σε αποκλειστικό διαχειριστή του πολιτικού συστήματος. Τοιουτοτρόπως, η σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής είναι νομιμοποιητική, λόγω της απουσίας τόσο της αντιπροσωπευτικής, όσο και της δημοκρατικής αρχής. Ο ρόλος του εντολέα και του εντολοδόχου δεν ανήκει στην κοινωνία, αλλά στο κυβερνών/τα κόμμα/τα. Ο εκλογέας νομιμοποιεί το πολιτικό προσωπικό μέσω της ψήφου του, αναμένοντας την ικανοποίηση των ιδιοτελών του συμφερόντων. Ενώ το πολιτικό προσωπικό, εκποιεί το κράτος στους ψηφοφόρους του, με αντάλλαγμα την προαγωγή του κομματικού συμφέροντος. Υπό αυτό το πρίσμα, το κόμμα εμφανίζεται όχι ως αντιπρόσωπος, αλλά ως διαμεσολαβητής της κοινωνίας με την πολιτική εξουσία, δημιουργώντας ένα αμιγώς πελατειακό σύστημα με το ίδιο διαχειριστή και επικαρπωτή του κράτους.
Η ρεαλιστική αυτή περιγραφή της νεοελληνικής κομματοκρατίας προτάσσει ως αναπόδραστη κοινωνικοπολιτική αναγκαιότητα την ανασύνταξη της ελλαδικής κοινωνίας ανατρέποντας εκ βάθρων την «νομιμοποιητική βάση που συνέχει τη διχοτομία μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, η οποία μπορεί να επισυμβεί μόνον με μια υψηλή πολιτική ανάπτυξη του κοινωνικού συνόλου. Εν προκειμένω, είναι απαραίτητη η ύπαρξη μιας κοινωνίας που να αυτο-προσδιορίζεται, όχι πια ως κοινωνία-ιδιώτης, αλλά ως κοινωνία-εντολέας, δηλαδή ως συντελεστής πολιτικής αντιπροσώπευσης, […]».