Ήταν ωραίο δίδυμο, η Περλίρο και ο Καλούλης,
εκείνη αγριοκέρασο, κι εφτούνος προκοπούλης.
Ξεκίνησαν μια Κυριακή, για το Σκοπό να πάνε,
μα ήτανε στο πρόγραμμα, και σκορδαλιά να φάνε.
Πολλά σκορδορεψήματα, κι η διαδρομή ωραία,
κάθε στροφή και κίνδυνος, να αποβεί μοιραία…
Εκεί που ανεβαίνανε, για του Σκοπού την τούρλα,
ψηλά, για τη Σκοπιώτισσα… με ανεμελιά τα βούρλα.
Πρώτον γιατί το ανέβασμα, σε δρόμο με λαγκάδια,
θέλει στομάχι ανάλαφρο, κι η κίστη να ‘ναι άδεια…
Και δεύτερον τσου ανίδεους και κακομοιριασμένους,
για υποψήφιους εμπρηστές, τσου ‘χαν τσεκαρισμένους.
Γιατί ανεβαίνει άραγε το ΙΧ… τι θέλει;
και σε ένα δρόμο ορεινό, λουρίδια και κουρέλι;
Με τη ψυχή στην Κούλουρη, εβγήκε η ανηφόρα,
με φόντο το ομορφόνησο, μα και λιμάνι… χώρα.
Θαυμάσια κι η εκκλησιά, με τα ερείπια γύρω,
τση ΄πε τα σκόρσα άξιζαν… συμφώνησε η Περλίρο.
Είχε πολλά εκεί να δουν, παράδεισος κι η φύση,
μα εφτούνο το κατέβασμα, και πάλι θα στοιχίσει.
Παρόλα αυτά το άντεξαν, κι αυτό το κατηφόρι,
μα οι αρχές κινήθηκαν, τσου το ‘παν δορυφόροι.
Κινείται αμάξι στο βουνό, πάει Σκοπό τρεχάτε…
εφτούνοι ανιχνεύουνε, και σκορδαλιά να φάτε.
Είναι στο χώρο ύποπτος, η φύση κινδυνεύει…
εκεί για τη Σκοπιώτισσα, όποιος το δρόμο ανέβει.
Κι εκεί στ’άσπρα κατάλοιπα, στ’άψυχο λατομείο,
να κάτσεις και να αναπολείς, ιδανικό σημείο.
Τα άσπρα πανιά ελέγανε, παλιά για το νταμάρι…
και πόσο σκόρδο έβαλες, αλήθεια στο μουρτάρι;
Μήπως και με ρωτήσουνε, φορούν στολές για δες τες,
που κλείσανε το δρόμο μας, εφτούνοι οι πυροσβέστες.
Μας πέρασαν για εμπρηστές, Περλίρο κοίτα πάθος;
είπε ο Καλούλης… στο Σκοπό να ‘ρθούμε ήταν λάθος.
”Σκοπιώτισσα από το Σκοπό, πορτόνι θα περάσω,
κάμε κι εσύ το θαύμα σου, προσκυνητής να φτάσω.!”