Μια μέρα μου το είπανε, είσαι μεγάλο ψώνιο,
και ‘γω που δεν κατάλαβα, τρέχω με μιας στο Νιόνιο.
Τι θε να πει, μην ήξερες; για πες έχω λαχτάρα,
μου είπε το ‘χει ο άνθρωπος, θα ακούσεις και ψωνάρα.
Πετάς… και αυτοστολίζεσαι, αισθάνεσαι κρεμάστρα,
μπορεί να είσαι ντενεκές, και να ποζάρεις γλάστρα.
Λιχούδης, ευκολόπιστος, και το μυαλό κοτσάνι,
διαταραχή από ένζυμο, για το Δαφνί σε κάνει.
Παινέματα και θαυμασμούς, όσα χωράει η ψυχή σου,
μα σκέψου, τα πιστέυουνε; κάτσε κι αναλογίσου.
Μήπως και σε δουλεύουνε, κι ο οργανισμός τραβάει;
η λόξα σου δεν κρύβεται, το βλέπουνε, σου πάει.
Θα με ζηλεύει σκέφτουμε, ο φίλος μου ο Νιόνιος,
αυτός ο λυπησιάρικος, αυτός ο λυποχθόνιος.
Εγώ νιώθω υπέροχα, παντού φωτιές ανάβω,
είμαι ο αξεπέραστος, κι ούλοι μου λένε μπράβο.
Είμαι…πως να το κάνουμε; απ’ ούλους συζητιέμαι,
μα έχω και την αίσθηση, μήπως αυτοκαυχιέμαι;
Αφού πιστεύεις όλα αυτά, ποιος θα σου πει το όχι;
τα ΝΑΙ που θέλεις… χάρισμα, και αυτά, κι εκείνα πο ‘χει.
Και είναι κάτι το σωστό, δεν είναι κουταμάρα,
έτσι σου λέει η λογική, αφού είσαι ψωνάρα.
Μ αυτά που μου ‘πε, με μισεί, θα πάσχει ο κακομοίρης,
και είναι κρίμα, είναι καλός, είναι και νοικοκύρης.
Ο οίκτος μου τον σκέπασε, αλήθεια τον λυπάμαι,
ο Νιόνιος πάει το ‘χασε, και δεν το συζητάμε.
Είσαι μουρλός μου απάντησε, βουρλίστηκες τελείως,
όμως εγώ σε χαίρομαι, κι ας φαίνεσαι γελοίος.
Γελοίος, ψώνιο, ακούσατε; μούσια και κολοκύθια,
είμαι μου είπε άπαιχτος, ρόλος για παραμύθια.
Αν είσαι τση οικογένειας, και εσύ… καδράρισέ το,
αλλιώς σαΐτα στείλε το, σ’ άλλους και ξέχασέ το…