Βλέπω κοντά και γύρω μου, νέους που μ’ αρρωσταίνουν,
σε κόσμο άλλο βρίσκονται, και σ΄ άλλον ανασαίνουν.
Βλέπω την αγωνία τσους, στα μάτια τα χαμένα,
στα ζαρωμένα μούτρα τσους, και τα σκελετωμένα.
Βλέπω κινήσεις πανικού, μουρλαίνονται τσου λείπει,
τώρα που το χρειάζονται… αλλιώς τσου εγκαταλείπει.
Μια φούρια, μια αναστάτωση, τηλέφωνο αναμένουν,
με χνώτα σάπια και βραχνά, τη δόση περιμένουν.
Γύρω μου βλέπω θάνατο, ματιές αρρωστημένες,
άτομα σ’ άλλον άνεμο, κι απ’ τη ζωή χαμένες.
Θέλουν βοήθεια, δώστε την, στον ήλιο και κρυένουν,
έχουνε χάση επαφή, και δεν καταλαβαίνουν.
Περιπλανώνται σαν χτικιά, σαν δράκουλες για αίμα,
για μας που ζούνε δίπλα μας, είναι ένα μείζον θέμα.
Για αυτούς κανείς δεν γνοιάζεται, μια κατηφόρα ο δρόμος,
ανάμεσά μας και στενά… ζει ένας άλλος κόσμος.
Είναι ένας κόσμος σκοτεινός, κορμιά σε άλλη σφαίρα,
που λιώνουνε σαν το κερί, μέρα με την ημέρα.
Κι εμείς εδώ τι κάνουμε; αδιάφοροι κοιτάμε,
μια κοινωνία εξάρτησης, κράτος δεν σε βαστάμε.
Τι έδωσες εσύ για μας, γι’ αυτούς τσου ξεγραμένους;
τι κάνεις και τι σκέφτεσαι, γι’ αυτούς τσου εξαρτημένους.
Είν’ αμαρτία απ’ το Θεό, και πόνος μες τα στήθια,
να βλέπεις ανθρωποσκιές, και να ζητούν βοήθεια.
Βλέπω κοντά και γύρω μου, ζωή που καταρρέει,
νιάτα, παιδιά αβοήθητα, και η ψυχή να κλαίει.
Σε ρώτησα που έτρεμες, και μου ‘πες σε σταυρώνω,
ο ήλιος καίει τη σάρκα μου, φίλε… και εγώ κρυώνω…