Πρωτεύων στόχος της αντιβασιλείας ήταν η εγκαθίδρυση-διατήρηση της εσωτερικής τάξης-ασφάλειας μέσω της οργάνωσης ενός αυταρχικού και πατερναλιστικού δυτικοευρωπαϊκού κράτους εδραζόμενου στη στρατιωτική και κυβερνητική γραφειοκρατία. Το κρατικό αυτό μόρφωμα θα μπορούσε να περιγραφεί μέσα από ένα σύστημα ομόκεντρων κύκλων με πυρήνα το παλάτι και γύρω από αυτό την «καμαρίλα», την Αυλή, τους βασιλικούς ευνοούμενους κ.λπ. Για την εδραίωση της πρωτοκαθεδρίας της και την ανεμπόδιστη άσκηση της πολιτικής της εξουσίας θα εφαρμόσει την αρχή του διαίρει και βασίλευε, επανδρώνοντας τον κρατικό μηχανισμό με Βαυαρούς, ενδυναμώνοντας τα ασθενέστερα πολιτικά κόμματα –Αγγλικό, Γαλλικό– και αποδυναμώνοντας αντίστροφα το Ρωσικό κόμμα των Ναπαίων.
Η θεσμοθετημένη εξάρτηση του Ελληνικού κράτους από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις ολοκληρώνεται κατά τη διάρκεια της Οθωνικής περιόδου μέσω της πύκνωσης, της γιγάντωσης και της αύξησης της διασυνδεσιμότητας των μηχανισμών ελέγχου και εξισορροπήσεων των κοινωνικοπολιτικών και οικονομικοστρατιωτικών δομών του Ελληνικού βασιλείου. Ο μοναρχικός θεσμός, ως έξωθεν επιβαλλόμενος από τις προστάτιδες δυνάμεις, καταδεικνύοντας τη μετάβαση από την οθωμανική δεσποτεία στην ευρωπαϊκή κρατική δεσποτεία, επιφορτίζεται με τις λειτουργίες του εσωτερικού ελέγχου του απειλητικού και αστάθμητου ελληνικού λαού. Συνακόλουθα επιχειρείται η εναρμόνιση του ανθρωποκεντρικού και βαθιά προοδευτικού Ελληνικού πολιτικού συστήματος με το διατακτικό της ευρωπαϊκής κρατικής δεσποτείας της εποχής. Ως εκ τούτου, ο θεμελιώδης εθνικός στόχος (Μεγάλη Ιδέα) χρησιμοποιήθηκε εργαλειακά τόσο από τον θρόνο όσο και από τις πολιτικές παρατάξεις για την εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών και όχι για την νοηματοδότηση και τη διαμόρφωση μίας ορθολογικά προσδιορισμένης και συντεταγμένης πρότασης εξωτερικής πολιτικής. Η Ελληνική μοναρχία (απόλυτη ή συνταγματική) δεσμεύεται εν είδη σιωπηρής συμφωνίας να ασκήσει την εξωτερική πολιτική είτε κατά τις υποδείξεις της κυρίαρχης προστάτιδας δύναμης –Βρετανία– είτε συναρμοζόμενη με το διατακτικό των ζωτικών συμφερόντων των εγγυητριών δυνάμεων. Από την άλλη πλευρά, οφείλει να συγκρατεί την εσωτερική πολιτική εντός των ορίων που τίθενται από τις προστάτιδες δυνάμεις, ούτως ώστε να μην απειλούνται τα ζωτικά τους συμφέροντα και να διασφαλίζονται τα προνόμια της γηγενούς ολιγαρχίας. Συναφώς, η πολιτική που χαράσσεται σε κάθε περίοδο της νεοελληνικής ιστορίας αντανακλά, αφενός το συσχετισμό των δυνάμεων ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο παράλληλες εξουσίες (παλάτι και κόμματα) και αφετέρου τα περιθώρια ελιγμών που επαφίει στον θρόνο η εκάστοτε μεγάλη δύναμη που κυριαρχεί στο υποσύστημα της ανατολικής Μεσογείου και της νοτιανατολικής Ευρώπης. Η Μεγάλη Βρετανία είναι η δύναμη που ασκούσε ηγετικό ρόλο μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ενώ οι λοιπές εγγυήτριες δυνάμεις δεν ενεργούν στην Ελλάδα παρά μόνο αντιδρώντας στην πολιτική της. Τη Μεγάλη Βρετανία αντικαθιστούν από το 1947 και ύστερα οι ΗΠΑ με το δόγμα Τρούμαν και το σχέδιο Μάρσαλ.
Η έξωση του Όθωνα και η ανάρρηση του δανού πρίγκιπα Γεωργίου Α΄ Γκλίξμπουργκ στον Ελληνικό θρόνο (1863) αποτελεί το κορυφαίο σημείο του βρετανικού παρεμβατισμού στην εσωτερική πολιτική δομή της Ελλάδας. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Γεωργίου Α΄ (1863-1913) οι επεμβάσεις της Βρετανίας στην Ελληνική εξωτερική πολιτική παρουσιάζουν έμμεσο χαρακτήρα λόγω της παροχής πολιτικοδιπλωματικής εξωτερικής εξισορρόπησης της Γαλλίας-Ρωσίας προς τους βαλκανικούς λαούς για την ικανοποίηση των εθνικών τους διεκδικήσεων και την ενίσχυση της πολιτικής τους επιρροής. Η πλήρης συμπόρευση του βασιλιά Γεωργίου Α΄ με την κατευθυντήρια γραμμή της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής αναδεικνύεται κατά τη διάρκεια της Κρητικής επανάστασης του 1866-1868. Ειδικότερα, η παρέμβαση του Έλληνα βασιλιά ήταν καθοριστική για τη διακοπή της πολιτικής της διαβαλκανικής συνεννόησης που εγκαινίασε η κυβέρνηση Κουμουνδούρου (Συνθήκη Μπρεσλάου του 1867) με απότοκο την παραίτησή της και τον διορισμό της φίλα διακείμενης προς τον θρόνο κυβέρνησης του Δ. Βούλγαρη.
Ανάλογα και αντίστοιχα, η κύρια λειτουργία του θρόνου ως μηχανισμού ελέγχου της εξωτερικής-εσωτερικής πολιτικής καθίσταται ηλίου φαεινότερη στα δύο ιστορικά ορόσημα (Εθνικός διχασμός- Ιουλιανά) που θα οδηγήσουν στη γεωπολιτική συρρίκνωση του Ελληνισμού.
Αναφερόμαστε στα γενεσιουργά αίτια του Εθνικού διχασμού (1915-1917) απόρροια της διπλής παραίτησης του πρωθυπουργού Ε. Βενιζέλου λόγω της διαφωνίας του με τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α’. Η διπλή παραίτηση της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων (1915) και τα παρεπόμενα της πολιτικής της διαρκούς ουδετερότητας –Ρούπελ, κατάληψη ανατολικής και δυτικής Μακεδονίας από τους Γερμανοβουλγάρους – θα συνωθήσουν σε μια ευρεία πολιτική διαμάχη μεταξύ του αστικό-φιλελεύθερου ελλαδικού – εξωελλαδικού ελληνισμού με τις δυνάμεις του παλαιοκομματισμού και του θρόνου, απολήγοντας στον γεωγραφικό διαμελισμό της Ελλάδας των δύο κυβερνήσεων και στην πρόδηλή επέμβαση των έξωθεν εγγυητριών δυνάμεων της Αντάντ για την αλλαγή του εσωτερικού πολιτικού καθεστώτος. Χαρακτηριστικά ο Ε. Βενιζέλος αποτυπώνει την αντίληψη του θρόνου για τον τρόπο άσκησης της εξωτερικής πολιτικής : «Μου είπεν (ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’): Ηξεύρετε, εγώ αναγνωρίζω, ότι είμαι υποχρεωμένος να υπακούω εις την λαϊκήν ετυμηγορίαν, όταν πρόκειται δια τα εσωτερικά ζητήματα της Χώρας, αλλ’ όταν πρόκειται δια τα εξωτερικά ζητήματα, τα μεγάλα Εθνικά ζητήματα, θεωρώ ότι, εφ’ όσον εγώ έχω την αντίληψιν, ότι εν πράγμα είναι σωστόν ή ότι δεν είναι σωστόν, οφείλω να επιμείνω να γίνη ή να μη γίνη, διότι εγώ είμαι υπεύθυνος απέναντι του Θεού».
Τοιουτοτρόπως η απόπειρα της Ελληνικής κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου να ελέγξει τις εξωκοινοβουλευτικές δυνάμεις και να επιδείξει μια σχετική αυτονομία απέναντι στις ΗΠΑ, οδήγησε στα Ιουλιανά, (15 Ιουλίου 1965) – στην απόλυση δηλαδή της νόμιμης κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου από τον βασιλιά Κωνσταντίνο Β’. Ακολούθως οι αντισυνταγματικές ενέργειες του θρόνου, με σκοπό τη σύσταση φιλοβασιλικών κυβερνήσεων και την κατασκευή κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, θα παρωθήσουν σ’ έναν αλυσιδωτό κύκλο πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής, με απότοκο το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 και την τουρκική εισβολή και κατοχή της βορείου Κύπρου. Άξιο αναφοράς είναι το διάγγελμα του συνταγματάρχη της Χούντας, Γ. Παπαδόπουλου, ιδιοποιούμενος το θεσμό του προέδρου της Ελληνικής δημοκρατίας, για το ρόλο του βασιλιά Κωνσταντίνου Β’ :
«αυτοεξόριστος Βασιλεύς επεδόθη εν τω εξωτερικώ εις δραστηριότητας μαρτυρούσας ασυγχώρητον δι’ ενήλικον άτομον ανωριμότητα», «συμπεριφέρθη ως κομματάρχης τυχοδιωκτών, χρεωκόπων, συνοδοιπόρων, δολιοφθορέων και δολοφόνων ακόμη». Για το λόγο αυτό, «κατέστη έκδηλος η αντίθεσις της μεγάλης μερίδος του Λαού προς το πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας», του οποίου η διατήρηση «εγκυμονεί κινδύνους εις βάρος της εσωτερικής γαλήνης και της εθνικής ενότητος».
Θα χρειασθεί η συντακτική πράξη του υπουργικού συμβουλίου της Χούντας (1 Ιουνίου 1973), [Περί εγκαθίδρυσης πολιτεύματος Προεδρικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, τροποποίησης του Συντάγματος και διενεργείας δημοψηφίσματος (1/6/1973, ΦΕΚ Α΄ 118)] για την κατάργηση της βασιλευομένης δημοκρατίας και το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου του 1974 για την εγκαθίδρυση της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας.