Οι σκέψεις μου σαν κύματα, και κάτι από σιρόκο,
καιροί, μουρλοί κι αβάσταχτοι, λογαριασμοί με τόκο.
Έχω μεγάλο μπέρδεμα, και ποια σειρά να βάλω;
Μες το μυαλό μου πλάκωμα, και το να ‘πάνου στ’ άλλο.
Μου έχουν φύγει τα μαλλιά, και σε πολλούς συμβαίνει,
έχω τον ήλιο μέσα μου, κι όμως δε με ζεσταίνει.
Κρυώνω, είμαι ξέσκεπος, και το ‘χω θέμα μάνα,
κρύες οι στάλες μου ‘ρχονται, στα μούτρα η τραμουντάνα.
Ζεστός νιώθω σαν άνθρωπος, σεμνός, πολιτισμένος,
μα στο κεφάλι αισθάνομαι, γυμνός και εκτεθειμένος.
Μου φύγανε πολύ νωρίς, το πώς δεν το γνωρίζω,
και τ΄ άλλο το μυστήριο, δεν ξέρω τι ψηφίζω.
Με μαδημένο κάρκαλο, χειμώνα, καλοκαίρι,
μαλλί για να ‘χω κάλυψη, δεν πιάνει ετούτο χέρι.
Το καλοκαίρι καίγομαι, χειμώνα ξεπαγιάζω,
πολιτικούς καμάρωνα, μα τώρα ανατριχιάζω.
Σαν καραφλός το σκέφτομαι, να σκεπαστώ γυρεύω,
μέσα στο νου μου μάχομαι, να φυλαχτώ παλεύω.
Είναι ένα μείζον πρόβλημα, που δεν θα εγκαταλείψω,
με ένα καπέλο όμορφο, τώρα θα με καλύψω.
Το φόριε και ο νόνος μου, σαν Καστρινός λεβέντης,
ελεύθερος, και δούλος τσου, μα μέσα του αφέντης.
Αφέντης, ένας ήρωας, μ’ ούλη τη σημασία,
για έξι χρόνια πλήρωσε, μες΄ τη Μικρά Ασία.
Πολέμησε, προδόθηκε, και με το έτσι θέλω,
αφέντης ή αιχμάλωτος, το φόριε το καπέλο.
Τώρα και ‘γω το χαίρομαι, που νιώθω σκεπασμένος,
από καιρούς που μ΄ έκαψαν, είμαι προστατευμένος.