Τα γκάλοπ δίνουν και παίρνουν, φανερά και “κρυφά” των κομμάτων, κυλιόμενα ή αυτοτελή. Όλα όμως με μικρές αποκλίσεις δείχνουν ένα σταθερό προβάδισμα του κυβερνώντος κόμματος και μια σταθερή προτίμηση των ψηφοφόρων στο πρόσωπο Μητσοτάκη. Αυτό είναι αμετάβλητο από το 2016, χωρίς να έχει αλλάξει με τα χρόνια και τις συνθήκες, παρά την αλλαγή ρόλων, την διακυβέρνηση, την πανδημία, τις κρίσεις τα στραβά και τα λάθη που ένα κυβερνών κόμμα διαπράττει. Θα περίμενε κανείς, αυτά να έχουν προβληματίσει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Πόσο λάθος τελικά να κάνουν όλοι και σε όλα ; Άλλωστε πάνω από είκοσι χρόνια δημοσκοπήσεων στη χώρα μας, τα λάθη και οι αποκλίσεις ήταν ελάχιστες, άρα δεν υπάρχει πεδίο για μεγάλες αμφισβητήσεις για την ώρα.
Θα μπορούσε λοιπόν να ξεκινήσει κανείς, από το τι γίνεται λάθος και όχι να αναλώνεται η όλη “στρατηγική” στο πώς θα καταγγελθούν οι μετρήσεις ως στημένες και κατευθυνόμενες, κάτι που διαψεύσθηκε στις εκλογές του 2019,αλλά δεν μας δίδαξε αυτό τίποτα. Τώρα βέβαια, γιατί κάτω από αυτές τις συνθήκες, ζητάμε και εκλογές εδώ και τώρα, είναι ένα άλλο ερώτημα. Θα είχε ίσως ενδιαφέρον να περιμένουν το τέλος της τετραετίας, τουτέστιν όσο γίνεται πιο αργά, μήπως και “στραβώσει” κάτι για την κυβέρνηση. Οι υποκλοπές δεν έδωσαν τελικά το αναμενόμενο χτύπημα, ώστε να αλλάξουν τους συσχετισμούς. Το μόνο που ίσως ενδιαφέρει προσωπικά τον κ. Τσίπρα, είναι να εκμεταλλευτεί το όλο κλίμα και να στοχεύσει τον Μητσοτάκη, ώστε μετά την ενδεχόμενη νέα διπλή αποτυχία, να επιδιώξει δικαιολόγηση, σε απόδοση ευθυνών στις εσωτερικές αντιπαραθέσεις και τριβές των διαφόρων ομάδων, παρά σε δικές του ευθύνες. Ιδού λοιπόν γιατί θέλει αυτό να γίνει γρηγορότερα και όσο το καλύτερο για τον κ. Τσίπρα. Απόψεις βέβαια είναι αυτά και ο αντίλογος δεκτός. Όμως και η κριτική στις δημοσκοπήσεις, δεν αντέχει στη σύγκριση μιας και η επιβεβαίωση δύο δεκαετιών που έχουν ως παρακαταθήκη, τις ισχυροποιεί.