Το πρώτο πεδίο είναι η υγεία και το ΕΣΥ. Φτιάχνεται με το νομοσχέδιο το οποίο ψηφίστηκε,ένα νέο πλέγμα σχέσεων στο σύστημα υγείας μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα με στόχο να ενισχυθεί το ανθρώπινο δυναμικό των νοσοκομείων,χωρίς να επιβαρυνθεί ο προϋπολογισμός. Δεν ξέρω αν θα πετύχει το εγχείρημα, γιατί υπάρχουν ισχυρές αντιδράσεις από συγκεκριμένες δυνάμεις εντός του ΕΣΥ,που θεωρούν χρόνια τώρα, κάθε επιχειρούμενη προσπάθεια αλλαγών, ως κατεδάφιση του εθνικού συστήματος υγείας. Φυσικά ούτε αυτό κατεδαφίστηκε, ούτε όμως και βελτιώνεται με την άρνηση κάθε αλλαγής. Από κοντά πάντα και το κόμματα, κυρίως της αριστεράς, όταν δεν είναι κυβέρνηση στο ίδιο μοτίβο και με την ίδια ιδεοληψία για τον ιδιωτικό τομέα της υγείας. Δεν θεωρώ τίποτα τέλειο και τίποτα αδιάφθορο στο χώρο της υγείας, μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας και στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα υπάρχουν πολλά καλά και πολλά κακά και αγκάθια. Όμως η πανδημία έδειξε ότι σε μια χώρα σαν την Ελλάδα ο δίσκος τομέας της υγεία είναι απολύτως αναγκαίος,χωρίς φυσικά να παραγνωρίζεται και ο συμπληρωματικός και αναγκαίος ρόλος και του ιδιωτικού συστήματος.
Τώρα πώς θα παντρεύεται το ένα με το άλλο και πώς θα γίνεται η συμπλήρωση, είναι δουλειά της πολιτείας και των ασφαλιστικών ταμείων. Στην πραγματικότητα για να μην κοροϊδευόμαστε είναι θέμα κόστους. Το μεν ιδιωτικό έχει σκοπό το κέρδος, το δε δημόσιο έχει ανάγκη τεράστιων κεφαλαίων για να ανταποκριθεί. Όταν το μεν κέρδος δαιμονοποιείται τα δε κρατικά κεφάλαια δεν υπάρχουν,τότε το θύμα είναι ο πολίτης όταν ασθενεί και έχει ανάγκη περίθαλψης και νοσηλείας. Το να μην κάνουμε τίποτα,να μην προτείνουμε τίποτα και να μην θέλουμε να αλλάξει τίποτα,είναι η χειρότερη επιλογή. Αυτό όμως κάνουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης και οι συνδικαλιστές αυτή την ώρα. Τουλάχιστον η κυβέρνηση τολμά να ταράξει τα νερά και να αλλάξει κάτι. Το αν αυτό είναι σωστό ή αν πετύχει ας το αφήσουμε στο χρόνο να φανεί και να το κρίνουμε. Ένα δεύτερο πεδίο κοινωνικής παρέμβασης της κυβέρνησης, είναι η σύγκρουση με τους τραπεζίτες και τις τράπεζες,για το κόστος δανεισμού και το κόστος τραπεζικών υπηρεσιών. Εδώ πραγματικά παίρνει τη “μπουκιά από το στόμα της αντιπολίτευσης”. Όμως είναι και ένα θέμα εξώφθαλμα άδικο για τους πολίτες,να βλέπουν μηδενικά επιτόκια καταθέσεων και συγχρόνως υπέρογκες χρεώσεις σε δάνεια και τραπεζικές πράξεις. Το ποτήρι πρέπει να ξεχείλισε με τους πλειστηριασμούς. Η κυβέρνηση λοιπόν, θέλοντας να ενισχύσει τους αδύναμους δανειολήπτες,ώστε να μην έχουμε μια νέα γενιά κόκκινων δανείων, αναζητά χρήματα . Αυτά τα χρήματα από κάπου πρέπει να προέλθουν. Ο προϋπολογισμός δεν το αντέχει,όμως τα υπερκέρδη των τραπεζών,αν φορολογηθούν, μπορούν να δώσουν αυτόν τον δημοσιονομικό χώρο. Σίγουρα αυτό δεν θα αρέσει στους τραπεζίτες,ούτε όμως και στην αντιπολίτευση τέτοιες ώρες. Γιατί η κυβέρνηση τα κάνει αυτά τώρα και όχι πριν κάποιους μήνες; Η απάντηση είναι και όποιος θέλει την πιστεύει,τώρα μετά την πανδημία έγινε αυτό εφικτό, – απλά συμπίπτει με τους τελευταίους μήνες πριν τις εκλογές. Να πούμε το λαϊκό,”κάλιο αργά παρά ποτέ”.