Φύγαν τα χρόνια σκέφτομαι, και πέρασε η ζωή μου,
και κάτι απ’ τα ωραία τσους, δεν έμεινε μαζί μου.
Άφησαν το σημάδι τσους όμως, απάνου θε μου,
ασπρίσανε και αρέσαν, οι τρίχες οι ξανθές μου.
Βαρύνανε τα πόδια μου, κι η διάθεση έχει φύγει,
γιατί η τρίτη δίοδος, την πόρτα μου ανοίγει.
Συχνά με επισκέπτεται, στο νου μου η νοσταλγία,
και όταν φεύγει εύχεται… χρόνια καλά με υγεία.
Φέρνει στη μνήμη μου πολλά, και θύμησες χιλιάδες,
που ‘χανε χρώμα οι Κυριακές, και… διαφορά οι γιορτάδες.
Που υπήρχε λίγος σεβασμός στον κόσμο… μεταξύ τσους,
που σημασία δίνανε, μέχρι και στο μυξή τσους.
Τα λέω λίγο παράλογα, με σάρτσα θα μου πείτε,
και εγώ σας λέω, σήμερα… ποιος, δεν προσποιείται.
Ποιος δεν έχει εγκέφαλος, μενού τα κολοκύθια;
θα κάμει λάθος σοβαρό, για να μας πει αλήθεια.
Είναι η πρόοδος βλέπεται… που τρώει και καταπίνει,
που διέρχονται τα χρόνια τσης, κι εμέ σημάδια αφήνει.
Ασύγκριτες οι εποχές, που έφτιαξαν εμένα,
και τα ‘χουν στο κεφάλι μου, σωστά απιθωμένα.
Γιατί διακρίνω καθαρά, ποιο πίσω, ποιο τση όψης,
γιατ’ έχω τέτοια εκπαίδευση, που ‘χω σωστές απόψεις.
Που τότε τα προβλήματα, χώραγαν σε καλάθι,
και τώρα σ’ έχουν μόνιμα, σε απελπισίας βάθη.
Που είχε ο κλήρος θα ‘λεγα, πιο σεβαστούς παπάδες,
π’ ήταν απ’ τσι ταινίες τσους, σχολεία οι σινεμάδες.
Που υπήρχε από το σήμερα, μια κοινωνία άλλη,
που φώναζε… μα σπάνια, είχε χολή να βγάλει.
Μες τη λευκή μου κεφαλή, ένας στρατός με σκέψεις,
με παρασύρουν… και σε ποια το βλέμμα σου να στρέψεις…
Περνάει ο καιρός, περνάει η ζωή, μα οι αναμνήσεις μένουν,
θες να γλυτώσεις απ’ αυτές… μα πάντα επιμένουν.
Έρχονται σαν… μια βροχή, με νοσταλγία… και θλίψη,
από λιακάδες, ξαστεριές, κι απ’ όσα έχουν λείψει!!!