Σαν ήμουνα μικρό παιδί, και τρυφερό βλαστάρι,
πολλά τση φύσης θαύματα, με είχαν συνεπάρει.
Μα πιο πολύ η θάλασσα, τ΄ όνειρο το μεγάλο,
που μ΄ έκανε να χάνομαι, βαθιά σε κόσμο άλλο.
Που απ΄ τα κέφια του Ουρανού, έπαιρνε, τση αποχρώσεις,
που στη ψυχή κάθε φορά, πολλά είθε να νιώσεις.
Στο άγριο το ξέσπασμα, στην άπνοια, στη γαλήνη,
Βασίλισσα στη σκέψη μου, που διαφεντεύει εκείνη.
Με μάγευε η μουρμούρα τσης, του πέλαγου η χάρη,
στολίδι τα χρυσά νερά, που ΄βγαινε το φεγγάρι.
Τα βράδια μ΄ ένα πέταγμα, στα αστέρια ακροβατούσα,
τση γης τα χρυσοκέντητα, στα χέρια μου κρατούσα.
Μαύρο σκοτάδι οι ωκεανοί, κι ο Άρχων πρι προβάλει,
λάμψεις φαινόταν δω κι εκεί, που χάνονταν και πάλι.
Είναι σαν κείνο απέναντι, που βλέπω και χαζεύω,
είναι ο φάρος δείκτης μου, στο δρόμο που γυρεύω.
Είναι το φως τση πλεύσης μου, στα βράχια μη με σύρει,
είναι το μάτι τση ζωής, κάθε καραβοκύρη.
Και στέκει εκεί αγέρωχος, τση μοναξιάς το θύμα,
σημάδι στο ταξίδι μας, που αψηφάει το κύμα.
Σημάδι ελπίδας και στεριάς, στον θαλασσοδαρμένο,
στον οδοιπόρο άνθρωπο, και τον ναυαγισμένο.
Ο φάρος βρίσκεται παντού, στον νου να μας φωτίσει,
στα μαύρα τα σκοτάδια μας, για να μας οδηγήσει.
Να βρούμε το απάγκιο μας, καιρός να μη μας πιάνει,
να βρούμε δρόμο σίγουρο, και στη ζωή λιμάνι.
Κι όλα σαν ήμουνα μικρός, που μόλις περπατούσα,
στον σκοτεινό ορίζοντα, το φως παρατηρούσα.
Ήτα σημάδι ένδειξης, τσι γειτονιές του κόσμου,
ο μέλλοντας και σίγουρος, προσανατολισμός μου.
Πάντα θα ψάχνει για στεριά, ο ναύτης στο κατάρτι,
πλοίο περιπλανώμενο, μέσα τση γης το χάρτη.
Ψάχνει το φάρο τση ζωής, και του Θεού σημάδι,
για να μην έχει απειλή, κι ο άνθρωπος σκοτάδι!!!