Άλλαξε μούτρα ο καιρός… κι εγώ ευθείς τα ρούχα,
όπως… σεμνά κι αθόρυβα… και μια αγάπη που ΄χα.
Δεν λέω λεπτομέρειες, π΄ αλλού βγαίνουν ποτάμι,
γιατί το φέις… αυτόματα, ρουφιάνο θα με κάμει.
Αυτό που τ΄ αναπνέουμε, απ΄ το πρωί ως το βράδυ,
που δεν μας νοιάζει αν έχουμε, για το ψωμί μας λάδι.
Και δεν το εξετάζουμε, αν είναι ζημιογόνο…
γιατί αυτή η εφεύρεση, μας δίνει το οξυγόνο.
Είναι μοντέλο τση πολύ… εξελίξιμης ζωής μας,
τρέχει σαν ήσκιος μας κι αυτό, παράλληλα μαζί μας.
Που ΄ναι οι παλιοί… κι εγώ σ΄ αυτούς, λίγη χαρά να σπρώξω;
να γύριζαν που ξέρανε, και τσου καιρούς απ΄ όξω.
Να μάθουνε πως τσου΄χουμε, και τα ονόματα τσους,
που ξέρουμε πότε, και που… και την ταχύτητα τσους.
Να δούνε πως δεθήκαμε, με τσι τεχνολογίες,
και που στο κάθε βήμα μας, έχουμε κι οδηγίες.
Πως ζούμε με το βλέμμα μας, μέσα στο κινητό μας,
στο δρόμο, στην ταβέρνα μας, μεσ΄το αυτοκίνητο μας.
Δεν θα το καταλάβουνε, μα… εν πάση περιπτώσει,
μπορεί κανένας απ΄ αυτούς, φουρκάδα να σηκώσει.
Να μας αρχίσει ματσουκιές, να κοκκινήσει η φλέβα,
για τούτο γαρμπολέβαντο… που το βαφτίσανε Εύα.
Εε… δεν θα ΄χουνε και άδικο, ντύσιμο, ομιλία, τρόποι,
σ΄ άλλη εποχή τσου φέραμε, θα΄χουνε δίκιο οι ανθρώποι.
Μα κι οι καιροί στα χρόνια τσους, δεν ήταν όπως τώρα…
τώρα έρχονται στρόβιλοι, και μεθυσμένη η μπόρα.
Πέφτει η βροχή αλλιώτικα, σιγλιές, σιγλιές που λέμε,
κι εμείς βρεγμένοι κι άστεγοι… που ξέρουμε και καίμε.
Που ξεγυμνώνουμε βουνά, με μια σειρά κρυφή μας,
που κάθε δέντρο κάρβουνο… ίσον καταστροφή μας.
Όλα έχουν εξήγηση, χαζέ μπάρμπα Νικόλα,
τώρα… είναι στον κόρφο μας, κι ο φόβος πάνω απ΄ όλα.
Κακοκαιρία έρχεται, τρεχάτε να κρυφτείτε…
υπάρχει η καθοδήγηση… δεν έχει να σκεφτείτε!!!