Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό, γιατί η Θεά Τύχη με ευνόησε να έχω εξαιρετικούς δασκάλους. Από τους τέσσερις καθηγητές μου στον πρώτο μου χρόνο στο Πανεπιστήμιο, οι δύο ήταν φιλέλληνες και μιλούσαν άπταιστα αρχαία ελληνικά. Κάθε μέρα καταβρόχθιζα τα σοφά τους λόγια για την επιστήμη μου, αλλά και για τη ζωή γενικά. Οι δάσκαλοί μου ήταν απλοί στους τρόπους τους και στο ντύσιμό τους και εξέπεμπαν σεβασμό για την κουλτούρα και την ταπεινοφροσύνη τους. Τους σεβόμασταν και δεν τους φοβόμασταν, όπως παρατήρησα να συμβαίνει μερικές φορές στα ελληνικά Πανεπιστήμια. Άρχιζαν την παράδοση με το να απαιτούν πιθανές ερωτήσεις από την προηγούμενη συνεδρία. Αν δεν υπήρχαν απορίες, ερωτήσεις και προβληματισμοί επαναλάμβαναν την προηγούμενη παράδοση, γιατί θεωρούσαν ότι οι φοιτητές δεν κατανόησαν το νόημα του θέματος. Προς μεγάλη μου αγαλλίαση έγραφαν συχνά στον πίνακα αρχαία ελληνικά ρητά και τα ανέλυαν. Κρείττον του λαλείν το σιγάν (τι ποιητικά ακούγεται ! ).
Πράγματι πόσες φορές δεν πλήττουμε με την πολυλογία των συνομιλητών μας. Η συν-ζήτηση είναι η από κοινού έρευνα για την αλήθεια. Πόσες φορές σε μια συγκέντρωση μόνο διάλογος δεν γίνεται, αλλά μονόλογος από φλύαρους συνομιλητές, ιδιαίτερα αν είναι πολιτικοί. Οι δάσκαλοί μας μας ενθάρρυναν να σιωπούμε, εκτός αν είχαμε να πούμε κάτι καλύτερο από τη σιωπή, που συνήθως είναι σοφή. Όσο πιο ανασφαλής είναι ο ομιλητής, τόσο πιο βροντερή και αλαζονική είναι η φωνή του. Ο σωστός ομιλητής είναι ήρεμος και με μετριοφροσύνη αναπτύσσει το επιχείρημά του, με ευγένεια και σεβασμό προς τους συνομιλητές του. Γνωρίζει ότι η αλήθεια πάντα διαφεύγει, ή μάλλον βρίσκεται σε συνεχή ροή. Δεν την κρατά κανείς. Γι’ αυτό χρειάζεται διάλογος.