Αυτό γιατί ο Ιταλός ομόλογός του, Μπενίτο Μουσολίνι, (γνωστός και ως Ντούτσε –αρχηγός, ηγέτης) προφασιζόμενος την νόθα πολιτική ουδετερότητα της Ελλάδας, θεωρώντας ότι υποβοηθούσε τον αγγλικό στόλο με την ελεύθερη χρήση «των χωρικών αυτής υδάτων, των παραλίων της και των λιμένων της», θα αξιώσει «ως εγγύησιν της ουδετερότητος της Ελλάδος και ως εγγύησιν της ασφάλειας της Ιταλίας» να καταλάβει «δια των ενόπλων αυτής δυνάμεων και δια την διάρκειαν της σημερινής συρράξεως μετά της Αγγλίας ωρισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους». Επρόκειτο για την εφαρμογή μιας στρατηγικής εξαναγκαστικής διπλωματίας από τη Ρώμη, με τον πιο ισχυρό της τύπο, το τελεσίγραφο, προσδιορίζοντας εναργώς τον αντικειμενικό πολιτικό της στόχο (κατάληψη/κατοχή στρατηγικής σημασίας εδαφικών περιοχών) και δημιουργώντας την αίσθηση του κατεπείγοντος στην ελληνική πολιτική ηγεσία (χρονικό όριο τριών ωρών για αποδοχή της Ιταλικής αξίωσης). Όπως χαρακτηριστικά περιγράφει ο πρεσβευτής της Ιταλίας στην Αθήνα, Ε. Γκράτσι, κατά την επίδοση του τελεσιγράφου στον Ι. Μεταξά:
«Έχω εντολή κ. πρωθυπουργέ να σας κάνω μία ανακοίνωση και του έδωσα το έγγραφο. Παρακολούθησα την συγκίνηση εις τα χέρια και εις τα μάτια του. Με σταθερή φωνή και βλέποντάς με κατάματα, ο Μεταξάς μου είπε: Αυτό σημαίνει πόλεμο. Του απήντησα ότι αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί. Μου απήντησε ΟΧΙ. Του πρόσθεσα ότι αν ο στρατηγός Παπάγος…, ο Μεταξάς με διέκοψε και μου είπε: ΟΧΙ! Έφυγα υποκλινόμενος με τον βαθύτερο σεβασμό, προ του γέροντος αυτού, που προτίμησε την θυσία αντί της υποδουλώσεως».
Η προειλημμένη απόφαση του Ντούτσε για την ανάληψη ένοπλης δράσης εναντίον της Ελλάδας, με αντικειμενικό στόχο την κατοχή νησιωτικών και ηπειρωτικών περιοχών, προδηλώνεται, από τον ίδιο, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του ιταλικού πολεμικού συμβουλίου (15.10.1940):
«[…] Καθορισθείσης της ημερομηνίας, πρέπει να ίδωμεν πως θα δώσωμεν την εντύπωσιν ότι η ενέργειά μας ήτο μοιραία. Γενική δικαιολογία είναι ότι η Ελλάς είναι σύμμαχος των εχθρών μας, οι οποίοι χρησιμοποιούν τας βάσεις της και τα τοιαύτα. Χρειάζεται όμως ένα επεισόδιο το οποίον να μας καταστήση δυνατόν να είπωμεν ότι εισερχόμεθα δια να επιβάλωμεν την τάξιν».
Αναλυτικότερα, το επιχειρησιακό σχέδιο των Ιταλών αποκρυσταλλώνονταν σε δύο στόχους. Ο βραχυπρόθεσμος στόχος συνίστατο στην επίτευξη θαλάσσιας κυριαρχίας στο Ιόνιο, μέσω της στρατιωτικής κατάληψης των κεντρικών νησιών –Κέρκυρα, Κεφαλονιά και Ζάκυνθος– για την εξισορρόπηση της ηγέτιδας ναυτικής δύναμης στην Μεσόγειο, της Βρετανίας. Ενώ ως μεσοπρόθεσμος στόχος, ορίζονταν η προσάρτηση της Ελλάδας στην πολιτική-οικονομική σφαίρα επιρροής της Ιταλίας.
«Η δράσις αύτη, είς μίαν πρώτην φάσιν, δέον να έχη αντικειμενικούς σκοπούς και ναυτικούς και χερσαίους. Οι εδαφικοί σκοποί είναι να καταλάβωμεν τούτο μεν ολόκληρον την έναντι των Ιονίων νήσων ακτήν, ως και τα νήσους αυτάς (Ζάκυνθον, Κεφαλληνίαν, Κέρκυραν), τούτο δε την Θεσσαλονίκην. Όταν εκληρώσωμεν τους σκοπούς αυτούς, θα έχωμεν βελτιώσει τας έναντι των Άγγλων θέσεις μας εις την Μεσόγειον. Η δεύτερα φάσις, -μεταγενέστερα, ή και συγχρόνως προς την προηγούμενην – είναι η κατάληψις ολοκλήρου της Ελλάδος, ίνα τεθή αύτη εκτός μάχης και ίνα βεβαιωθώμεν ότι καθ’ οιονδήποτε περίπτωσιν θα παραμείνη εις τον πολιτικο-οικονομικόν μας χώρον».
Η απόρριψη του ιταλικού τελεσιγράφου θα συνοδευθεί από την κινητοποίηση της πολιτικής ηγεσίας (υπουργικό συμβούλιο) για την αξιολόγηση της διαμορφωθείσας κατάστασης και την κήρυξη γενικής επιστράτευσης. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, αφού ανέλυσε τα αναφυόμενα παράθυρα απειλών, κατέδειξε τα δείνα του πολέμου στα οποία καλείται να αντιπαρέλθει η χώρα και οι πολίτες της, τονίζοντας το ανυπέρβλητο μέγεθος του εγχειρήματος και τη φύση του πολέμου (πόλεμος τιμής) για την προάσπιση του έσχατου εθνικού συμφέροντος, της αξίωσης ανεξαρτησίας-κυριαρχίας.
«Σήμερα, αναλαμβάνομεν σκληρότατον αγώνα, με μέσα τελείως άνισα και δεν πρέπει να αυταπατώμεθα ότι θα πολεμήσωμεν μόνον τους Ιταλούς. Τα συμφέροντα του Άξονος είναι αναπόσπαστα και αργά ή γρήγορα θα πολεμήσουμε και τους Γερμανούς. Το πιθανώτατο λοιπόν είναι να χάσωμε προσωρινώς την Μακεδονίαν και την Ήπειρον και δεν αποκλείεται και αυτάς τας Αθήνας και τας εστίας μας και ό,τι άλλο έχουμε να εγκαταλείψωμεν προσωρινώς, μεταβαίνοντες εις Πελοπόννησον ή εις Κρήτην. Ο πόλεμος λοιπόν που σήμερα αναλαμβάνει το Έθνος είναι μόνον και μόνον πόλεμος τιμής […]. Εν τω μεταξύ βεβαίως θα υποφέρωμεν τα πάνδεινα, αλλά με το θαυμάσιο φρόνημα του λαού, με την ολόψυχον ένωσιν όλων των Ελλήνων και το μεγάλο μίσος κατά των Ιταλών που επροκάλεσε η «Έλλη», εις το θαύμα πιστεύω, εις την Νίκην».
Η αξίωση ανεξαρτησίας για τον Ιωάννη Μεταξά αποτελεί εγγενή, αδιαπραγμάτευτη αξία και αιτιολογείται από την παρελθούσα ιστορική εμπειρία–Εθνικός διχασμός– της διαφωνίας του, ως υπαρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού, με τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο για την ακολουθητέα πολιτική επιλογή της Ελλάδας στον Α’ Π.Π –τήρηση πολιτικής ουδετερότητας ή σύμπραξη με τις δυνάμεις της Ανταντ.
«Έζησα, κύριοι, την περίοδον του Εθνικού Διχασμού, που εδημιουργήθη το 1916, […]. Τον κίνδυνον από μίαν διαίρεσιν της Ελλάδος προκύπτουσαν συνεπεία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, […], μίαν νέαν διαίρεσιν μάλιστα πολύ τραγικωτέραν, διότι όπως εσκιαγράφησα δεν θα ήτο καν διχασμός αλλά τριχοτομισμός, τον κίνδυνον αυτόν θεωρώ, κύριοι, δια το Έθνος και το μέλλον του ασυγκρίτως χειρότερον από τον πόλεμον,[…]».
Για το λόγο αυτό, ο Μεταξάς, ευθύς με την ανάληψη του πρωθυπουργικού αξιώματος, θα φροντίσει για την «ασφάλεια του Κράτους από παντός εξωτερικού κινδύνου […] με δύο κατευθύνσεις κυρίως. Την μίαν πολεμικήν και την άλλην διπλωματικήν. Η πολεμική πρώτον:έπρεπε ν’ αρχίσωμεν εξ αρχής την δημιουργίαν πολεμικών δυνάμεων, έργον επίμοχθον και δυσχερέστατον, και διότι ο στρατός μας επέρασεν από περιπέτειας». Η δεύτερη –διπλωματική– μετουσιώνονταν στην ανάπτυξη-διατήρηση καλοκάγαθων εξωτερικών σχέσεων με τις ηγέτιδες δυνάμεις των δύο συνασπισμών–Αγγλία & Γερμανία– με αντικειμενικό πολιτικό στόχο να μην αναμιχθεί «εις τας διχόνοιας μεταξύ των μεγάλων ομάδων» και να μην «επιτρέψη οιανδήποτε προσπάθειαν προς χρησιμοποίησιν του εδάφους αυτής ως θεάτρου πολέμου».
Κατά τούτο, αν και η αμυντική φύση της ελληνικής υψηλής στρατηγικής/πολιτικής, προσανατολισμένη αποκλειστικά στην ανάσχεση της Βουλγαρίας, συνετέλεσε στην απουσία, (από το Γενικό Επιτελείο Στρατού έως και τον Απρίλιο του 1939 –Ιταλική επίθεση στην Αλβανία), ενός οργανωμένου σχεδίου άμυνας απέναντι σε μια μεγάλη δύναμη (Ιταλία), ο Μεταξάς θα αντιταχθεί σθεναρά στην ιταλική αξίωση για την υποταγή της Ελλάδας στη σφαίρα επιρροής της, διακηρύσσοντας τον «Νυν υπέρ πάντων […] αγών» για «την ανεξαρτησία της Ελλάδας, την ακεραιότητα και την τιμή της».