Ανησυχία έχει πολύ, ο κυρ Τάκης τούτο μήνα,
δεν σκέφτεται το πόστο του, ούτε την καραμπίνα.
Έτσι κι αλλιώς μεγάλωσε, κυνήγι δεν υπάρχει,
όσο για κειά τα κτήματα, παραδωμένα τα ΄χει.
Γνοιάζεται όμως για τσι ελιές, που ΄δωσε την ψυχή του,
παλεύει από τα νιάτα του… είναι και η εποχή του.
Ελιές να ΄χουν τα δέντρα του, να μην χαθεί καμία,
να ΄χει καιρό για μάζεμα, μην πάθει και ζημία.
Παρατηρεί συνέχεια, πάει και γυροφέρνει,
κι είναι μεγάλος τώρα πια, που όμως… μικροφέρνει.
Έχει μαζέψει μια ζωή, σακιά… όσα τα αστέρια,
και όμως δεν κουράστηκαν, ποτέ αυτά τα χέρια.
Το λάδι λέει είναι χρυσός, κι έχει ούλα τα δίκια,
χωρίς το νιο στο πιάτο του, δεν τρώει τα ραδίκια.
Και περιμένει πως και πως, η γη να τα φυτρώσει,
ραδίκια να ΄χει με σκουμπρί, και για ελιές να στρώσει.
Μα θέλει ώμους, και καρπό, και δύναμη να αντέχει,
για τίναγμα, για σάκιασμα, που τώρα αυτός δεν έχει.
Ο Οκτώβρης στο τελείωμα, και έχει ανησυχία,
μα ο καιρός καλόβολος, με ήλιο… ευτυχία
Μπάζουνε λάδι οι ελιές, με τούτες τσι λιακάδες,
σε δέκα μέρες θα βαρεί, μέχρι και Κυριακάδες.
Ούλα στο γεροντόμυαλο, τα ΄χει και τα γυρίζει,
δεν είναι όμως μόνο αυτά, κι άλλα του ψιθυρίζει.
Κραμπιά να φάει επιθυμεί, άραγε είναι ακόμα;
με το λεμόνι, και το νιο, οπλίζει και το σώμα.
Να πιει ζουμί να αναστηθεί, να φάει και βλαστάδες,
ντόπιες βραστές, καλό κρασί, να νιώσει νοστιμάδες.
Παλιό σκαρί, παλιά φαγιά, που αυτά του απομένουν,
με λάχανα αναστήθηκε, και εφτούνα τον χορταίνουν.
Τώρα τα νέα χρόνια μας, δεν θέλει να τα ξέρει,
τη ζει αλλιώς την εποχή, κι η γη ότι του φέρει.
Μία ζωή εδούλεψε, πιστός δίπλα στη φύση,
και πάντα παρακάλαγε, για ελιές… να τον αφήσει!!!