Τι μένει άλλο για να δω, σε τούτηνε την πόλη,
είμαστε όμηροι ενός… ή προσπαθούμε όλοι;
Τι να σκεφτώ… δεν ξέρω τι, και που να ξεθυμάνω,
μένω στο λόφο… στην πλαγιά, και προς το κάστρο πάνω.
Βλέπω από κει την ομορφιά, τη φύση αυτού του τόπου,
μα σαν κατέβω πνίγομαι… χαλιέμαι επιτόπου.
Μια πόλη θύμα συναντώ, βλέπω μια κακουχία,
μια πόλη αφιλόξενη, με πλήρη αναρχία.
Από ψηλά είναι αφάνταστη, είναι ο παράδεισος μου,
και χαμηλά… αβάσταχτος, ο πόνος κι ο καημός μου.
Χάνω τα συναισθήματα, που απ΄ την πλαγιά μου δίνει,
μου παίρνει ότι μ΄ άφησε, και τη χαρά μου σβήνει.
Παράξενο πολύ αυτό, και πως τα καταφέρνει…
μια πόλη σαν τη Ζάκυνθο, να δίνει και να παίρνει;
Πως γίνεται θε να ‘ξερα, ποιους νόμους να πατήσω,
τσου καπετάνιους των καιρών, θα ξέρουν αν ρωτήσω;
Μα αν ήξεραν και το ‘νιωθαν… και τσούλωναν τα αυτιά τσους,
θα ήτανε σαφέστατα, πιο καθαρή η ματιά τσους.
Που τώρα φαίνεται γλαρή, και κάπως σαν χαμένη,
από θαμπό ορίζοντα, κανείς τι περιμένει;
Χρόνια πολλά… και ανέλπιδα, πότε ο ένας… και… πότε ο άλλος,
μα χάθηκε στο πέρασμα, χρόνος πολύ μεγάλος.
Κι αν έκαναν μπαλώματα… ανούσια πραματάκια,
για να γεμίσω τα κενά, τσου έγραφα στιχάκια.
Όμως τα καταφέραμε, εγώ να λέω τα ίδια,
κι αυτοί… μέσα τσου δρόμους μας, με τόνους τα σκουπίδια.
Περνάω την πόλη βιαστικά, μη μου΄ρθει αναγούλα,
γιατί παιδιά δεν φαίνονται, από ψηλά και ούλα.
Δεν φαίνεται η κατάσταση, τω ΙΧ η πλημύρα,
και τέλος πάντων πως να δεις… πως πίνουνε την μπίρα.
Όμως είναι απαράδεκτο, αυτό το ρημαδίο,
εν έτη.. παλικάρια μας, δύο… είκοσι… δύο.
Και εγώ δεν έχω απαίτηση… να αλλάξω την πορεία,
τα γράφω για να μείνουνε, και μες την ιστορία!!!