Βασιλικός και Γέρακας, ελιές και κάθε ανθάκι,
πεύκα, μυρτιές, λογκόλοφοι… κι ο φούρνος του Παντάκη.
Παντού ομορφιές και πέτρινα, μουράγια και λιοστάσια,
κι ο νοικοκύρης έσταζε, χαρά για τα γιορτάσια.
Θαύμα το δημιούργημα, αλάνθαστος και ο χτίστης,
και για το Γιάννη απρόσμενο… και σημασίας μεγίστης.
Θα ψήνει το ψωμάκι του, γιατί… τα καταφέρνει,
μα έχει και την έγνοια του, πόσα ταψιά θα παίρνει.
Ο Αριστείδης, τα ΄χει αυτά, τα μυστικά τση τέχνης,
είναι σ΄ αυτά αξεπέραστος, και χρόνια καλλιτέχνης.
Με το μυστρί για πένα του, και λάσπη το χαρτί του,
είναι απλό το θέμα του, και στόλισμα η γραφή του.
Ρωτούσαν κι από έγνοια τσους, οι γύρω παραλίες,
αν τέλειωσε το έργο του, κι αν έβαλε τελείες.
Περίμεναν να βγει καπνός… κάτι να τσου μυρίσει,
το αεράκι το ελαφρύ, να τσου το μαρτυρήσει.
Και το Πελούζο το ΄μαθε… και το μικρό γλαράκι,
στην αμμουδιά τση Δάφνης χθες, το ΄πε το κυματάκι.
Το νέο κυκλοφόρησε.. ο φούρνος του Παντάκη,
χαίρουν και τα λιανόπουλα, το κάθε σπουργιτάκι.
Τον κάψανε… τον άναψαν, και σάστησε το μάτι,
μόνο που κει στο κούτελο… γανώθηκε κομμάτι.
Ωω συφορά μεγάλη τσης, θα βγει… θα καθαρίσει;
με δίχως γάνα Τέτα μου, φαΐ δεν θα μυρίσει.
Τση το ΄πε ο Αριστείδης μας, αλλά… και εκτός των άλλων,
δένει με τη ζωή εδώ… και με το περιβάλλον.
Γοητευμένη η Ζάκυνθος, που διατηρούν το πνεύμα,
με φτυάρι και με γράβαλο, και ανάλογο το γεύμα.
Με γεύση και με νοστιμιά, του ξύλου και τση θράκας,
γιατί δεν είναι Γιάννη μου… κατασκευή τση πλάκας.
Μέσα και τα αστειάκια τσους… κι ούλα ολόγυρα τσους,
κήπος, πορτόνι, κούτσουρα, δεν κρύβουν τη χαρά τσους,
Στο Γέρακα είπαμε αυτά… αφέντη και αφεντάκι,
εκεί που καίει ο φούρνος του, ο φούρνος του Παντάκη!!!