Εκκινώντας από το γεγονός ότι ο φυσικός τρόπος διοίκησης του Ελληνισμού, από τις απαρχές του έως και τη δημιουργία του Ελληνικού κράτους, πραγματώνονταν μέσα από αυτοκυβέρνητες πόλεις και κοινά, θα παρατηρήσουμε τη θεμελιώδη μεταβολή που λαμβάνει χώρα αμέσως μετά την αποτυχία του πρώτου Έλληνα κυβερνήτη, Ιωάννη Καποδίστρια, να συγκεράσει το παραδοσιακό, πολυπολεοτικό πρότυπο των πόλεων/κοινών, με το νεωτερικό, δυτικό μοντέλο, του συγκεντρωτικού κράτους-έθνους. Αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής ήταν η επιβολή του βαυαρικού κανόνα κατά την περίοδο της αντιβασιλείας-βασιλείας του Όθωνα, συνωθώντας στην ιδιοποίηση του κράτους/πολιτικής από την άρχουσα, προεστική τάξη και μεταθέτοντας την κοινωνία σε καθεστώς ιδιωτείας. Όπως χαρακτηριστικά περιγράφει ο Ίων Δραγούμης:
«Τώρα ήλθε το ελλαδικό το κράτος, και μ’ένα βαυαρέζικο νόμο αποκεφάλισε τη φυσική ελληνική διοίκηση, ισοπέδωσε τάχα τις πολιτείες, τα χωριά και τους ανθρώπους, κατάστρεψε δηλαδή τις κοινότητες, και έχωσε τους ισοπεδωμένους Έλληνες σ’ ένα στενό παπούτσι, που είναι μονάχα η τελευταία διοικητική διαίρεση του κράτους και λέγεται δήμος».
Συνεπαγόμενα, η κατάλυση του κοινωνικοπολιτικού πυρήνα του ελληνικού κόσμου, των πόλεων/κοινών, θα οδηγήσει στην αναντιστοιχία του ελλαδικού κράτους με τις θεμελιώδεις ιδιοσυστατικές παραμέτρους του ελληνισμού, που αποκρυσταλλώνονταν στην ανάπτυξη του πολιτικού φαινομένου με γνώμονα τις ανθρώπινες ανάγκες, στην οργάνωση των πολιτών σε δήμο που αυτό-κυβερνάται και κυρίως στην άμεση διασύνδεση της κοινωνίας με την πολιτική, εφόσον η πρώτη «επενδύεται το πολιτικό σύστημα» προκείμενου να ασκήσει την πολιτική λειτουργία. Ως εκ τούτου, η αποδιάρθρωση των θεμελιωδών παραμέτρων της κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης του ελληνισμού και κυρίως η αυτονόμηση του πολιτικού/κομματικού συστήματος από την κοινωνία του, αποτελούν τις γενεσιουργές αιτίες της εκφαυλισμένης πολιτικής λειτουργίας. Αφ’ ής στιγμής που το «κομματικό σύστημα αυτονομείται και κυριαρχεί επί του τυπικού πολιτικού συστήματος, έτσι ώστε το πρώτο να καθορίζει τη λογική θεμελίωση και την πολιτική δυναμική του δεύτερου», (Γ. Κοντογιώργης) το σύνολο των δομών της εσωτερικής κοινωνικοπολιτικής και οικονομικής οργάνωσης εξυπηρετεί αποκλειστικά τους μικροπολιτικούς στόχους του κομματικού συστήματος. Η εξέλιξη αυτή, επονομαζόμενη και ως κομματοκρατία, οδηγεί σε μια διαμεσολαβούμενη, παρεκβατική σχέση με την κοινωνία, που έχοντας χάσει το φυσικό της ρόλο ως εντολέας-εντολοδόχος της πολιτικής, οδηγείται σε καθεστώς ιδιώτη. Ενώ το εκάστοτε κυβερνών/τα κόμμα/τα ιδιοποιείται τον κρατικό μηχανισμό και από εντολοδόχος της κοινωνίας μεταβάλλεται σε αποκλειστικό διαχειριστή του πολιτικού συστήματος. Τοιουτοτρόπως, η σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής είναι νομιμοποιητική, λόγω της απουσίας τόσο της αντιπροσωπευτικής, όσο και της δημοκρατικής αρχής. Ο ρόλος του εντολέα και του εντολοδόχου δεν ανήκει στην κοινωνία, αλλά στο κυβερνών κόμμα. Ο εκλογέας νομιμοποιεί το πολιτικό προσωπικό μέσω της ψήφου του, αναμένοντας την ικανοποίηση των ιδιοτελών του συμφερόντων. Ενώ το πολιτικό προσωπικό, εκποιεί το κράτος στους ψηφοφόρους του, με αντάλλαγμα την προαγωγή του κομματικού συμφέροντος.
Συναφώς η σύμπτωση εντολέα-εντολοδόχου, ελεγκτή-ελεγχόμενου, δημιουργεί τις ικανές-αναγκαίες συνθήκες για τη γέννηση και την ανάπτυξη της διαφθοράς-διαπλοκής, στο βαθμό που η αποκλειστική διαχείριση της κρατικής δομής και η καταχρηστική νομή του δημόσιου αγαθού ανάγεται σε τελικό ζητούμενο της εκάστοτε κυβερνητικής ελίτ, με συνεπακόλουθο τη δημιουργία και συντήρηση μιας κοινωνίας πελατών και όχι πολιτών. Ο πολίτης που στο δήμο της πόλεως/κοινού αποτελούσε ενεργό μέρος της Πολιτείας, μετατρέπεται σε πελάτη, από τη στιγμή που το πολιτικό σύστημα παύει να του αναγνωρίζει-εκχωρεί την ιδιότητα-ρόλο του εντολέα. Κατά τούτο κόμμα εμφανίζεται όχι ως αντιπρόσωπος, αλλά ως διαμεσολαβητής της κοινωνίας με την πολιτική εξουσία, δημιουργώντας ένα αμιγώς πελατειακό σύστημα με το ίδιο διαχειριστή και επικαρπωτή του κράτους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία λόγω το αδιαμφισβήτητου ρόλου των κομμάτων εξουσίας σε αποκλειστικά θεσμικά όργανα κοινωνικοπολιτικής εκπροσώπησης.
Καταλήγοντας δύναται να υποστηριχθεί ότι το πολιτικό προσωπικό της μεταπολιτευτικής Ελλάδας είναι ανοίκειο και αναντίστοιχο με τις κατευθυντήριες αρχές του ορθού πολιτικού βίου όπως χαρακτηριστικά περιγράφονται από τον Ε. Βενιζέλο:
«… Αι αρχαί υπό τας οποίας επηγγέλθην εις τον ελληνικόν λαόν, κατά την προ 18 ετών ελευσίν μου εις τας Αθήνας ότι θα ασκήσω πάντοτε την εξουσίαν είναι αι εξής: Ότι γνώμων πάσης πολιτικής πράξεώς μου θα είναι το γενικόν συμφέρον, ποτέ δε το συμφέρον των ατόμων, ουδέ καν το συμφέρον του Κόμματος. Ότι πρώτιστον καθήκον πολιτικού ανδρός είναι να λέγη την αλήθειαν και αν αυτή είναι δυσάρεστος. Ότι η εφαρμογή των νόμων είναι άκαμπτος και εις περίπτωσιν καθ’ ην πρόκειται να πληγούν ισχυροί, ή φίλοι. Ότι εις την εξουσίαν αποβλέπω όχι ως σκοπόν, αλλ’ ως εις μέσον προς πραγματοποίησιν υψηλότερου σκοπού, έτοιμος πάντοτε να απορρίψω αυτήν, εάν η διατήρησίς της μέλλει να εξαγορασθή δια της θυσίας του κυβερνητικού προγράμματος». (Εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα», 23ης Ιουλίου 1928).