Ο γυναικείος πληθυσμός του Βυζικίου (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων) συμμετείχε στις κατηχητικές εκδηλώσεις, ενώ στους άνδρες συμμετείχαν ελάχιστοι, μεταξύ των οποίων ο Νικόλας Παπαδημητρίου του Χαραλάμπη, ο Γιάννης του Χρήστου του Μερεντίτη κι εγώ. Στις συζητήσεις που κάναμε στις καθημερινές συγκεντρώσεις ήτανε και το ζήτημα των σεισμών και είχε καλλιεργηθεί το αίσθημα αλληλεγγύης και προσφοράς απέναντι στον κόσμο της Ζακύνθου και της Κεφαλλονιάς που τα δύο αυτά νησιά είχανε εντελώς ισοπεδωθεί και ψάχναμε να βρούμε τον τρόπο συμμετοχής μας. Είδαμε στο τζάμι του καφενείου κολλημένο ένα χαρτί – ανακοίνωση ότι στη Ζάκυνθο υπήρχε έλλειψη από τεχνίτες διαφόρων ειδικοτήτων οικοδόμων, σχεδόν όλων, χτιστών, σοβατζήδων, σιδεράδων, μαραγκών, κλπ, που στο Βυζίκι υπήρχε άφθονο τέτοιο υλικό, «Πληροφορίαι στο Αστυνομικό Τμήμα Τροπαίων». Είχα δουλέψει στα έργα του Λάδωνα, αλλά και σε άλλες τέτοιες δουλειές γιατί το χωριό μας ήτανε χωριό χτιστάδων και λίγο πολύ όλο και κάτι ήξερα.
Την πρωτοβουλία για τη συγκρότηση μπουλουκιού όλων των ειδικοτήτων πήρε ο Νικόλας ο Παπαδημητρίου, και δεν άργησε είναι αλήθεια. Την επαφή με την Αστυνομία, για λόγους που θα εξηγήσω ευθύς αμέσως, αναλάβαμε ο Ν. Παπαδημητρίου κι εγώ. Ο μεν Νικόλας που είχε επιστρατευτεί από τους αντάρτες στον εμφύλιο και το έσκασε και εθεωρείτο εθνικόφρων, δικός δηλαδή της Αστυνομίας, κι εγώ που είχε σκοτωθεί ο αδελφός της μάνας μου από τους αντάρτες και με λογαριάζανε «εθνικόφρονα». Το μπουλούκι αποτελείτο από τους μπάρμπα Μήτσιο τον Κάπο Μαρκόγιαννη, Σωτήρο Κάπο, Μιχάλη Τσιαπάρα, Λάμπη Καπρούλη, Γιώργα, το Νικόλα κι εμένα. Να έχουμε επαφή με την Αστυνομία ο Νικόλας κι εγώ το δεχτήκανε ευχαρίστως ο Μιχάλης, ο Γιώργας, ο Σωτήρος κι ο Καπρούλης. Οι άλλοι δύο που ήσαντε κι οι πιο ηλικιωμένοι, με επιφύλαξη, διότι είχανε μάθει από τα μαστορικά μπουλούκια πως οι πρωτομάστοροι είχανε τον πρώτο λόγο.
Ο Αστυνόμος μας δέχτηκε με χαρά κι ικανοποίηση για την άμεση ανταπόκριση στην ανακοίνωση και μας επαίνεψε. Μας πρότεινε δε να μας διαθέσει το αυτοκίνητο της Αστυνομίας και μας ζήτησε μόνο ονομαστική κατάσταση του τακιμιού και μας όρισε αναχώρηση την αυγή της επομένης ημέρας. Χαράς ευαγγέλια με την ανακοίνωση στο χωριό που γυρίσαμε. Τα σαΐσματα και οι αλλαξιές έτοιμα, (καλοκαίρι ήτανε). Την επομένη, ένας ενωμοτάρχης με χωροφύλακα σωφέρ όλο χαρά γιατί θα ξεκόβανε λίγο από την καθημερινότητα κι εμείς διπλή χαρά γιατί, όχι μόνο θα πηγαίναμε στην Κυλλήνη τσάμπα, αλλά και με σημείωμα επίσημο από τον Αστυνόμο προς τον Καπετάνιο του πλοιαρίου Ζαμπάζα με τα ονόματά μας να μας περάσει άναυλα στη Ζάκυνθο. Το σημείωμα έφερε υπογραφή και σφραγίδα.
Από εδώ και πέρα πρέπει κανείς να ανεχτεί την υποτιθέμενη πολυλογία, γιατί άξαφνα βρεθήκαμε σε ένα αυστηρό περιβάλλον και ξενιτεμένοι. Είχαμε να κάνουμε με τις Αρχές και το κουμάντο της αντισεισμικής επιχείρησης, που την είχε αναλάβει ο Στρατός. Η έδρα ήτανε σε εγκαταστάσεις έξω από τη χώρα της Ζακύνθου, αριστερά από το Κάστρο, πάνω στο δρόμο που οδηγεί στο Μαχαιράδο, μια τεράστια έκταση περιφραγμένη, με παραπήγματα ξύλινα και παράγκες σκεπασμένους χώρους με αντίσκηνα να προστατεύουνε τα ευπαθή υλικά, ξυλείες, τσιμέντα και ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς.
Στη χώρα, στο λιμάνι, φτάσαμε γύρω στις πέντε το απόγευμα και κατευθυνθήκαμε στη διεύθυνση του στρατού, που εύκολα βρήκαμε με τις πληροφορίες που πήραμε πάνω στο καράβι και την ικανότητα του Γιώργα να ρωτάει λεπτομέρειες πως και τί.
Τα γραφεία ήσαντε ανοιχτά, αλλά μόνο με αξιωματικούς που δεν μπορούσαν να μας πούνε σε ποιο μέρος θα δουλεύαμε, επειδή είμαστε ολόκληρο συνεργείο, πράγμα που τους ευχαρίστησε, γιατί θα αναλαμβάναμε σπίτια από τα θεμέλια μέχρι το κλειδί στο χέρι. «Μην ανησυχείτε, όμως, μας είπανε, ελάτε το πρωί στις εφτά και θα σας πάνε τα δικά μας αυτοκίνητα να πιάσετε δουλειά κατευθείαν».
Η ζέστη αφόρητη, Αλωνάρης μήνας, ήτανε βλέπεις, έπρεπε να δούμε που θα κοιμηθούμε τα βράδυ και αρχίσαμε να σχεδιάζουμε. Κανένας μας δεν ήτανε άπειρος από τέτοια. Δίπλα από τις εγκαταστάσεις του στρατού στην ανατολική πλευρά ήτανε μια καντίνα σκεπασμένη με μουσαμά, μαγειρείο δηλαδή, ένα καφενείο και ένα μαγαζί που πούλαγε διάφορα χρειαζούμενα εμπορεύματα στους πολυπληθείς εργατοτεχνίτες που είχανε πάει στο νησί, και στην άλλη μεριά μια μάντρα με οικοδομικά υλικά, ένα τεράστιο χωράφι, του Καλόφωνου, σ’ υπόστεγο σιδηροκατασκευή, κολλητά με του Καλόφωνου που φαινότανε εγκαταλειμμένη, αλλά απείραχτη από το σεισμό. Πήγαμε στο υπόστεγο αυτό που είχε μέσα ντεπόζιτα πετρελαίου, αλλά και αρκετό ελεύθερο χώρο. «Εδώ θα μείνουμε απόψε», λέει ο Γιώργας. «Μα εδώ βρωμάει πετρέλαιο», λένε οι μεγαλύτεροι. «Ναι, αλλά δεν έχει μύγες», λέει, χαμογελώντας ο Γιώργας, άσε που κάνει δροσιά, και στρώσαμε και ξαπλώσαμε ίσαμε το σουρούπωμα.
Δεν είχαμε φαγωμένο τίποτα ούλη την ημέρα και πήγαμε δίπλα στην καντίνα κάτι να τσιμπήσουμε. Κανονικό εστιατόριο ήτανε η καντίνα, με τραπέζια μικρά και μεγάλα και καρέκλες. Μόλις μπήκαμε, ακουστήκανε φωνές από μια μεγάλη παρέα. Ήσαντε ούλοι Βρετουμπέοι κι άλλοι φωνάζανε τον Καπρούλη, που ήτανε πατριώτης τους, συγχωριανός τους, κι άλλοι εμένα, που ήμουνα συνορίτης. Κοντά στη Βρετουμπούγα ήσαντε τα χωράφια του παππούλη μου και με γνωρίζανε. Ο Γιώργας δεν άργησε να μπει στο κλίμα, ήτανε εύχαρις χαρακτήρας και έπιανε εύκολα γνωριμίες, ίσιος άνθρωπος ήτανε ο Γιώργας.
Παραγγείλαμε και μείναμε κουβεντιάζοντας μέχρι αργά. Ο Γιώργας, όμως, έκανε παραγωγική δουλειά, επήρε χρήσιμες πληροφορίες που μας χρειαστήκανε στην πορεία. Το πρωί από τις εφτά στα γραφεία ο Γιώργας κι εγώ. «Αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει». Στο γραφείο ήτανε μόνο ένα παιδί με στολή επιλοχία και μόλις μπήκα, με φώναξε: «Κύριε Πάϊκο». Ξαφνιάστηκα γιατί δεν ήμουνα σε ηλικία για κύριος. Είδε πως δεν τον θυμήθηκα και μου είπε: «Είμαι ο Νίκος ο Μακρής, συντηρητής κτιρίων στις διαβιβάσεις». «Α! μπράβο Νίκο μου, βλέπω και βαθμοφόρος». «Ναι, εξ απονομής, γιατί έγιναν, εν τω μεταξύ, οι σεισμοί κι έπρεπε να έρθω εδώ ως πολιτικός μηχανικός». Ήμουνα σιτιστής στο κέντρο διαβιβάσεων στο Χαϊδάρι και ο Μακρής ερχότανε να ζητήσει ό,τι υλικά χρειαζότανε για τη δουλειά του. Ήτανε επικεφαλής συνεργείου, που είχε συσταθεί από εφέδρους στρατιώτες, οι οποίοι είχανε δηλώσει ειδικότητα για να δουλεύουνε στα χτίρια και να απαλλάσσονται από σκοπιές και αγγαρείες.
Στο στρατό, στο κέντρο Χαϊδαρίου, δεν είχα επώνυμο, χρησιμοποιούσα το μικρό όνομά μου, που μοιάζει και με επώνυμο. Το επώνυμο το ήξεραν μόνο οι υπηρεσίες του Κέντρου και η Στρατολογία. Το παιδί αυτό ήτανε θρησκευόμενο και από τις πολλές φορές που ερχότανε στο γραφείο σιτιστή, το δικό μου γραφείο, είδε πάνω από το γραφείο θρησκευτικά βιβλία, και πίστεψε πως ήμουνα και σπουδασμένος, όντας σιτιστής. Εμεγαλόδειχνα κιόλας, έτσι έγινα και κύριος, «τύχη βουνό». Εφώναξε ένα αυτοκίνητο φορτηγό για μεταφορά προσωπικού. Εμένα με έβαλε μπροστά με τον οδηγό και αυτός με τους άλλους ανέβηκε στην καρότσα.
Πολύ κοντά ήτανε η δουλειά, λίγα χιλιόμετρα στο χωριό Μουζάκι. Όσο ήτανε πάνω στο φορτηγό, εξηγούσε στους άλλους τις συνθήκες της δουλειάς και από ό,τι κατάλαβα μετά όλοι ήσαντε ενθουσιασμένοι, γιατί δεν ήσαντε δύσκολα αυτά που θα κάναμε και όλοι ήσαντε έμπειροι, δεν ήσαντε πρωτάρηδες. Αλλά και ο Μακρής ήτανε ενθουσιασμένος γιατί ως πολιτικός μηχανικός κατάλαβε ότι το συνεργείο ήτανε εύρημα και για τον ίδιο. Δεν το περίμενε, όμως, τόσο γρήγορα αποτελεσματικό, που θα εξηγήσω παρακάτω. Τα σπίτια που έπρεπε να φτιάξουμε ήσαντε πανομοιότυπα και τα σχέδιά τους ευκολοδιάβαστα από τους μαστόρους, κυρίως από το Μιχάλη τον Τσιαπάρα. Τη χάραξη, όμως, τα ράμματα, δηλαδή, τα ετοίμαζε ο μηχανικός. Έβαζε ο μηχανικός τα ράμματα με ένανε από μας και πρέπει να ειπώ ότι ο ικανότερος γι αυτή τη δουλειά ήτανε ο Νικόλας Παπαδημητρίου. Αυτονόητο, ότι τα σχέδια ήσαν αντισεισμικά και τα υλικά έτοιμα για κάθε σπίτι, τα σίδερα κομμένα και γυρισμένα, τα κουφώματα με τις κάσες τους, τα υλικά των σκεπών, τα πάντα. Τα δε θεμέλια εύκολα, κάμπος ήτανε και μόλις φτάναμε στο σενάζι, που ήτανε οπλισμένο με σίδερα, γινότανε οργασμός, όλα τα χέρια σε ενέργεια.
Μετά το σενάζι, όμως, περισσεύανε χέρια κι έπρεπε να μπει μπροστά το επόμενο σπίτι γιατί οι κασμάδες και τα φτυάρια θα μένανε ανενεργά. Πήγα την μεθεπόμενη στη χώρα με ποδήλατο, που με δάνεισε κάτοικος του Μουζακίου, να ζητήσω να έρθει μηχανικός για το δεύτερο σπίτι. Με υποδέχτηκε με τον ίδιο σεβασμό ο Μακρής μπροστά στους αξιωματικούς και απόρησαν όλοι που ζητούσα τη νέα χάραξη. Τους εξήγησα ότι έπρεπε να τελειώσουμε την εξωτερική εργασία των δέκα σπιτιών προτού αρχίσουν οι βροχές και να μπούμε μέσα για σουβάδες και τις εσωτερικές δουλειές.
Όπου γύριζες το μάτι σου σε όλη τη Ζάκυνθο, έβλεπες εργάτες και μαστόρους να δουλεύουνε ασταμάτητα και του στρατού η οργάνωση τέλεια, κανείς δεν περίμενε ότι μέσα στο καλοκαίρι θα στεγαζότανε όλο το Νησί. Οι νοικοκυραίοι στους οποίους δουλεύαμε δεν μας βλέπανε σαν εργάτες και τεχνίτες, αλλά σα μουσαφιραίους. Δε νοιαστήκαμε ούτε μια ημέρα για καφέ, για κολατσιό ή γεύμα, όλα στη ώρα τους με ευγένεια και φιλική διάθεση, γυναίκες και άντρες. Μόνο τα βράδια πηγαίναμε στο μαγαζί, οινομαγειρείο της κυρά Ελένης Ματαράγκα που γινότανε σωστό πανηγύρι. Εκεί έβλεπες την κοσμοπολίτικη συμπεριφορά των κατοίκων. Ορισμένοι έρχονταν με μαντολίνα και φυσαρμόνικες, πράγμα ασυνήθιστο για άλλα μέρη, έτσι που αλησμονάγαμε την κούραση της ημέρας. Εγελάστηκα να πιστέψω ότι μόνο στο Μουζάκι ήτανε αυτή η συμπεριφορά, αλλά όταν τελειώσαμε τις δουλειές στο Μουζάκι και ανεβήκαμε στο βουνό Λούχα και Αηλιό ακόμη καλύτερα, οι δε μετοχές μου και λόγω του τρόπου που φερόμουνα, αλλά και λόγω Μακρή, ανεβασμένες πολύ.
Θα τελειώσω με δύο περιστατικά, ή μάλλον με τρία. Μια Κυριακή πήγαμε με το Νικόλα στον Αηλιό και στο δρόμο συναντήσαμε ένα νέο παλληκάρι, που μόλις με είδε, έκανε σαν τρελό. Ήτανε ο μάγειρας που είχα στο στρατό, ο κατόπιν μεγάλος μουσικοσυνθέτης Νίκος Μάργαρης, που μας κράτησε μέχρι το βράδυ και έβαλε τη μάνα του να μαγειρέψει κι έγινε τρικούβερτο γλέντι και με άλλους ντόπιους καλεσμένους.
Το άλλο περιστατικό ήτανε σε αγναντερό μέρος της Λούχας που ήτανε ένας ανεμόμυλος, ιδιοκτησία γυναίκας γερόντισσας. Η μυλωνού ήταν αλάνθαστη μετεωρολόγος και μας έλεγε τί καιρό θα κάνει μετά από μια εβδομάδα και το τρίτο ο Ταχυδρόμος που ερχότανε με μια φοράδα στο προαύλιο της εκκλησίας και με την τρομπέτα του καλούσε τον κόσμο να του δώσει τα γράμματα.
Για το χωριό Λούχα θα μπορούσα να γράψω ολόκληρο βιβλίο, είχε ξεχωριστούς κατοίκους, μα και οι Ζακυνθινοί δε συγκρίνονται με άλλα μέρη, είναι μορφωμένοι, ακόμα και οι αγράμματοι.
Γράφει ο Γεώργιος Σπ. Λυμούρης*
Το βιωματικό αφήγημα έχει αναμφισβήτητα τόσο λογοτεχνική όσο και ιστορική αξία διότι αποτυπώνει τις συνθήκες ζωής των ανθρώπων, τις πράξεις τους, τις σχέσεις τους, τα συναισθήματά τους, με φόντο και τοπίο την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής του αφηγητή. Σ ένα αντιστοίχων χαρακτηριστικών αφήγημα έρχεται ο Πάϊκος Αναστόπουλος μετά από το χρονικογράφημα του 2014 να αποτυπώσει στο παρακάτω κείμενο, ιδιαίτερη παρένθεση για το νησί μας στο καταλάγιασμα του κορνιαχτού των συντριμμιών του σεισμού και της στάχτης της φωτιάς που ακολούθησε, αυθεντικά, τι έζησε, τι βίωσε , τι αισθάνθηκε, τι έπραξε, γλαφυρά, ζωντανά. Ξεδιπλώνει την καθημερινό-τητα ενός βραχέος διαστήματος στο δεύτερο μισό του ΄53 από το Βυζίκι της Αρκαδίας στα χωριά Μουζάκι και Λούχα του νησιού μας όπου μόχθησε και εργάσθηκε. Μας διοχετεύει ασταμάτητα τις σκέψεις του μ ένα χείμαρρο περιγραφών, ζυμωμένο με την επίδραση της εμπειρίας, καλής ή κακής, αναλύοντας τα συναισθήματά του, την πίκρα ή την γλυκιά στιγμή των βιωμάτων, την λαχτάρα και την απογοήτευση, την χαρά, την έκπληξη των στιγμών της ζωής. Η συναισθηματική απήχηση του κειμένου στον ζακυνθινό που έζησε τις ολέθριες εκείνες στιγμές του εγκέλαδου αποτελεί αυτή καθ εαυτή ένα βαθύ ευχαριστώ, στον συγγραφέα, στον αφηγητή, στον χρονικογράφο Πάϊκο Αναστόπουλο που δεν χαϊδεύει τις πληγές αλλά εξακοντίζει αιχμηρά την δυνατή του πέννα στο συναίσθημα του αναγνώστη που τον εξαϋλώνει, τον συνταράσσει, τον προβληματίζει τον μετουσιώνει.
1.Χαϊδεύοντας τις λαβωματιές, εκδόσεις Επτάλοφος, Αθήνα 2014.