Με τον οξύμωρο τίτλο «Ο λευκός φασίστας» και τη μορφή της αφηγηματικής βιογραφίας, που μοιάζει με αυτοβιογραφία, είναι μια κατάθεση μνήμης, ένα αφιέρωμα του συγγραφέα προς τον πατέρα του, και είναι προφανής ο στόχος του γιατί με τον τίτλο αυτό θέλει να αποκαταστήσει τη μνήμη αυτή σε βάθος χρόνου ή ακόμη και να την προφυλάξει από προκαταλήψεις, από γενικεύσεις που δημιουργούνται στο ανθρώπινο μυαλό, όταν δεν επεξεργάζεται λογικά κάποιος τα επιφαινόμενα, εξοστρακίζει κάθε είδους αμφιβολία, στοιχίζεται πίσω από βεβαιότητες και η προσπάθεια ανακάλυψης της αλήθειας γίνεται δύσκολο ή και ακατόρθωτο εγχείρημα.
Το τίτλος του πεζογραφήματος είναι οξύμωρος, επειδή δείχνει την αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα σε δύο ιδιότητες που λογικά δεν μπορούν να συνυπάρχουν, αν λάβουμε υπόψη ότι η έννοια του λευκού, όταν αποδίδεται στον άνθρωπο, πέρα από το χρώμα της φυλής του, δηλώνει αυτόν που δεν βαρύνεται από νομικά ή ηθικά παραπτώματα, είναι αγνός, άσπιλος, αθώος, σε αντίθεση με το ουσιαστικό «φασίστας», που προσδιορίζει αυτόν που διακατέχεται από αυταρχικότητα, αυθαιρεσία, βίαιη, άδικη και ρατσιστική συμπεριφορά, που δεν αποδέχεται το διαφορετικό χρώμα, γλώσσα και θρησκεία, που είναι ρατσιστής και μισάνθρωπος. Η προσπάθεια και η επιθυμία του συγγραφέα είναι να ανατρέψει τον καθημερινό λόγο που είναι γεμάτος γενικεύσεις, όπως, για παράδειγμα, η άποψη ότι όλοι οι πολιτικοί είναι ψεύτες, όλοι οι στρατιωτικοί δεξιοί, όλοι οι αστυνομικοί φασίστες, θέσεις που δεν οδηγούν σε γόνιμο διάλογο τα μέλη μιας κοινωνίας, αλλά σε συγκρούσεις, αφορισμούς, αντιπαλότητα.
Την ευκαιρία να ασχοληθεί μ’ αυτό το υπαρκτό πρόβλημα τη βρίσκει στο γεγονός ότι ο ήρωας του βιβλίου, με το ψευδώνυμο Χαρίδημος Αρβανίτης, είναι πατέρας του και ο οποίος από αγρότης με δημοκρατικές καταβολές αναγκάζεται για βιοποριστικούς λόγους να καταταχτεί στη Χωροφυλακή, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, και να βρεθεί να υπηρετεί τη δικτατορία του Μεταξά και να βιώσει και την Κατοχή και τον Εμφύλιο, ισορροπώντας ανάμεσα στο υπηρεσιακό καθήκον και στην ανθρώπινη συνείδηση, τη βαθιά ελληνική και δημοκρατική, που την ενδυνάμωσε μια αναπάντεχη ερωτική ιστορία, που πλέκεται πλάι στην πολεμική, κατά τη διάρκεια της Αντίστασης, και που τον έκανε να δει την πραγματικότητα με διαφορετικό τρόπο. Ο πόλεμος, η Αντίσταση, ο Εμφύλιος, η αβεβαιότητα για το μέλλον, ο φόβος και η μοναξιά του ανθρώπου μπροστά στο κενό του θανάτου είναι θέματα που θα τον βασανίσουν, αλλά και θα τον βοηθήσουν να μείνει μακριά από οξύτητες και αντιθέσεις.
Πολλοί πεζογράφοι ιστόρησαν τους αγώνες και τις ανησυχίες των ανθρώπων εκείνης της εποχής με πλαστικότητα και αφηγηματικές ικανότητες, δίνοντας τη μαρτυρία της εποχής με ευαισθησία απέναντι σε ανθρώπους και περιστατικά. Σ’ αυτούς έρχεται, έστω και καθυστερημένα, να προστεθεί ο Νίκος Αρβανιτάκης και να αξιοποιήσει τις εμπειρίες από τα συνταρακτικά εκείνα χρόνια με τη βιογραφία του πατέρα του, οδηγώντας τον αναγνώστη σε μια πραγματολογική γνώση της εποχής και μέσα από τη βίωση ηθικών και συναισθηματικών στοιχείων να φτάσει στη συνταύτιση και στην συναποδοχή, ν’ ανακαλύψει τον άνθρωπο και να ζήσει με ομόνοια και διανθρώπινη οικειότητα.
Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, με την αμεσότητα και τη ζέστα που έχει η προσωπική αφήγηση, με μια θέρμη εξομολογητική, όπου καταγράφεται η ζωή και η δράση του ήρωα, και με την τέχνη της δραματικής εντύπωσης και του έντεχνου λόγου ο αφηγητής συμμετέχει στα γεγονότα είτε ως πρωταγωνιστής είτε ως αυτόπτης μάρτυρας. Και παρά τη συμμετοχή του στην αφήγηση της ζωής του και τον κίνδυνο του υποκειμενισμού και της ωραιοποίησης των επιλογών του, ο συγγραφέας καταφέρνει με τον λιτό και απέριττο λόγο του, και στη γλώσσα και στο ύφος, να εξισορροπεί και τις κεντρομόλες και τις φυγόκεντρες ιδιότητες, με αποτέλεσμα να αποτρέπονται ναρκισσισμοί και εγωπάθειες. Έτσι, ο συγγραφέας ξέρει να κινεί το ενδιαφέρον, να αιχμαλωτίζει την αγωνία για την εξέλιξη της ιστορίας και ξέρει ακόμα να γράφει ωραία, να χειρίζεται τη γλώσσα με ύφος επιμελημένο και ικανό να μορφοποιεί τις προθέσεις του. Η εξωτερική περιπέτεια του ήρωα βαδίζει αρμονικά και πειστικά, παράλληλα προς την εσωτερική, προς την περιπέτεια της ψυχής, δημιουργώντας ένα θαυμάσιο ερωτικό ιντερμέτζο, μια ιστορία αγάπης μέσα στην Αντίσταση, με τραγικό τέλος.
Τα πρόσωπα του αφηγήματος σκέφτονται και προβληματίζονται, ψάχνουν να βρουν το σωστό μέσα στη ζωή τους και ενώ εξιστορούνται γεγονότα μιας αιματηρής και δύσκολης πολιτικά περιόδου, που προκάλεσαν βίαια πάθη, ο συγγραφέας δεν κάνει πολιτικό κήρυγμα, αλλά με εκφραστική πρόζα, που συχνά γίνεται ποιητική, χωρίς υπερβολές και φτηνούς μελοδραματισμούς ή οξύτητες, αναπτύσσει τη δική του πλευρά και νομίζω πως βρίσκει το σωστό μέτρο για να εκθέσει τη δική του άποψη, που είναι άποψη σωστή, άποψη προς την κοινωνική προβληματική, προς την ηθική στάση και μέσα από το ξεδίπλωμα της ζωής του ήρωα, που διαγράφει και την ψυχική του βιογραφία, πετυχαίνει να παραδώσει «λευκό» στην κοινωνία τον ήρωά του, ακριβώς όπως επιβεβαιώνεται και μέσα από τα λόγια Ελασιτών που είχαν πάρει ενεργό μέρος στις μάχες:
«Νά ξερες, Χαρίδημε, πόσες φορές σε είχαμε στην μπούκα του ντουφεκιού, αλλά δεν τραβήξαμε την σκανδάλη!» Πάντα κάποιος θα βρισκόταν να πει: «Το Χαρίδημο, όχι, είναι ξηγημένο παιδί!»
«Ο λευκός φασίστας» αποτελεί και ένα πειστικό χρονικό της Αντίστασης, δοσμένο από μια συγκεκριμένη σκοπιά που τη διαποτίζει ένας ελεγειακός τόνος, μια ευγένεια συναισθημάτων, λίγο χιούμορ, μια γλυκιά μελαγχολία αλλά και μια αισιοδοξία ότι αυτό που έρχεται θα είναι καλύτερο και αυτό είναι το παρήγορο που μας φέρνει ο συγγραφέας και δίνει νόημα και αξία στο βιβλίο του…
Εύχομαι η πορεία του να είναι καλοτάξιδη και η συνέχεια ολοένα και επιτυχέστερη.