Πολύ μ’ αρέσει ο καιρός, όταν τα μούτρα αλλάζει,
μας απειλεί υποτίθεται, αλλά μετά το σιάζει.
Δεν έχει ταίρι ο κερατάς, δίχως να πει… μαυρίζει,
ίσως το κάνει επίτηδες, για να μας φοβερίζει.
Μα τώρα δε νοιαζόμαστε, πισσόθικε η Τερτσέτη,
και κείνα που περάσαμε… χωνεύτηκαν… μπερκέτι.
Σκεπάστηκαν οι λούμπες τσης, πάνε τα σαμαράκια,
που σαρτενοκαθόμαστε, και βγάζαμε σπυράκια.
Τώρα καιρέ αν κατάλαβες… γελούν, που φόβος ήσουν,
και τα νερά στραγγίζουνε… μη πάει και σε ρωτήσουν.
Χαρά… χαρά απερίγραπτη, και ηθικό στα ύψη,
μα κάθε λούμπα… εξόγκωμα, πιστεύω θα μου λείψει.
Τσου είχα βγάλει ονόματα, κάθε πρωί τσου μίλια,
με ευχές τα καλημέριζα, και μπινελίκια χίλια.
Επέρναγα και χώνευα, αν ήμουν φαγωμένος,
και με ξελαμπικάριζε, αν ήμουνα πιωμένος.
Ούλα εφτούνα τα ‘χασα αμιί, κι είμαι να κλαίω,
τα μπινελίκια σκέφτομαι… τώρα, που δεν θα λέω.
Θα αλλάξω δρόμο… συφορά έχουνε τόσοι άλλοι,
μου κόστισε η ασφαλτόστρωση, μα… Δήμαρχε χαλάλι.
Εσύ τώρα εβάλθηκες, για να μας ανθρωπίσεις,
το βλέπω λίγο δύσκολο όμως, για να μας πείσεις.
Αλλά… καλά ξεκίνησες… θα πω και ευεργέτη,
δέκα φορές την πέρασα, για βόλτα τη Τερτσέτη.
Να τη χορτάσω βρε αδελφέ, χίλιους σταυρούς να κάνω,
τώρα σου προσγειώνεται, μέχρι και αεροπλάνο.
Αρκεί να σπάνε τα φτερά, και ρόδες να ‘χει ρίξει,
μόνο, και λόγο εργασιών, λούκι μην έχει ανοίξει.
Φαντάσου να φτιαχνότανε, κι οι άλλοι δρόμοι έτσι,
ποιος θα ‘βαζε στη σκέψη του, για το καιρό μη βρέξει;
Για φανταστείτε πάνου κει, μια καθαρή ”Σαρτζάδα”;
με χόρτα και ακαθάριστη, βράστη την περατζάδα.
Όμως… είμαι αισιόδοξος, η πόλη μας θα αλλάξει,
γιατί στη ”Ρώμα” άκουσα… κι εκεί θα μπει μια τάξη!!!