Σε μία μεριά τούτου νησιού, δεν πέρασε ο χρόνος,
εκεί στου Σκάρπα λέγεται… σου απαλύνει ο πόνος.
Είναι μια άλλη Ζάκυνθος, αλλοτινή και ωραία,
τα κλίματα, οι άνθρωποι, και το βουνό παρέα.
Το πράσινο, η απλότητα, οι ίσκιοι, οι καρυδιές του,
καλή καρδιά, καλό κρασί, κι οι δροσερές βραδιές του.
Μακρία κι έξω από βουές… και σύγχρονη κατάντια,
που ζεύει και χρειάζεται, για να ακουμπήσεις γάντια.
«Αμπελοστράτες»… χρώματα, μπασία με αξία,
που τη φθορά τση εξέλιξης… τη βλέπει προδοσία.
Εκεί δεν γκιάει η παρακμή, εφτούνο το φαρμάκι,
γιατί είναι ανεπιθύμητη, κι έχει στενό δρομάκι.
Με αφεντάδες κόκορους, και κότες αλανιάρες,
που τριγυρνούν, ελεύθερες, μέσα σ΄ αυλές… και χάρες.
Κι αφεντικά που μέσα τσους, φωλιάζουν παραδόσεις,
που στην τσουλήθρα των καιρών… δεν πρέπει να προδώσεις.
«Αμπελοστράτες’ το όνομα, σε βγάζει σε στρατόνια,
εκεί που πάνε κι έρχονται, τση γης τα μελιγκόνια.
Εκεί που όλα αφήνονται… και διαφεντεύει η φύση,
που δεν τολμάει η λαίλαπα, σημάδια τσης να αφήσει.
Ο Σκάρπας το επιβάλλει αυτό, και λάσκα δεν αφήνει,
για αυτό πρέπει να μάθουνε, και τι κρασάκι πίνει.
Και τι φαϊ θα έλεγα… δεν τρώει τα κινίνα,
έχουνε κρόκο Σκάρπικο, και τα αυγά, κι εκείνα.
Το πέτρινο κι η περγουλιά, σ΄ άλλη εποχή σε βγάζει,
ο σκύλος στο τεμπέλιασμα, κι η γάτα στο περβάζι.
Τη νιώθεις την απλότητα, μα και την ηρεμία,
και όλα ένα ένα σκηνικό… σαν σε παλιά ταινία.
Τι άλλο θέλεις άνθρωπε, αχόρταγε και θύμα;
σκέψου και φιλοσόφησε… χαλάρωσε το βήμα.
Τι μένει απ΄ όλα διάολε, που τα ΄χεις στην αράδα;
τση καρυδιάς ή τση μουριάς, μια μπουκιά ισκιάδα.
Εκεί στου Σκάρπα, στο βουνό, πάνω στον Κοιλιωμένο,
να κάμεις σκώτι φίλε μου… που στο ΄χουνε πρησμένο!!!