Το αναμενόμενο συνέδριο ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, που στην ψηφοφορία κυριάρχησε το όνομα ΠΑΣΟΚ, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι το κόμμα του Ανδρέα Παπανδρέου, ερχόμενο στην εξουσία με το εκπληκτικό ποσοστό 43,92%, το έκαναν οι επίγονοί του σαν τα μούτρα τους, στο εξευτελιστικό 4,68%, πράγμα πρωτοφανές στην πολιτική ιστορία να συμβεί αυτό μέσα σε μια τετραετία.
Δικαιολογημένα, λοιπόν, κάποιοι δεν συμβιβάστηκαν με ένα small size ΠΑΣΟΚ. Η εκλογή του κ. Ανδρουλάκη έδωσε μια δυναμική που φαίνεται προς το παρόν να σταθεροποιεί το επανεμφανιζόμενο ΠΑΣΟΚ στο 13-14%. Ο πράσινος ήλιος που ενέπνευσε ο ιδρυτής του Ανδρέας Παπανδρέου έδυσε οριστικά πάνω από την Χαριλάου Τρικούπη. Όχι άλλα μνημόσυνα.
Το συνέριο του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, αποτελούμενο από δύο ψυχές, μία συστημική που εκφράζεται από τον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ και είναι πλειοψηφική, όπως φάνηκε και στο συνέδριο, και μία «Αριστερή» ψυχή που μάχεται να διατηρήσει ζωντανά τα ιδεολογικά και αξιακά χαρακτηριστικά του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αυτά που έχουν προκύψει από την αριστερή μήτρα και είναι μειοψηφική. Το συνέδριο όμως απεφάνθη και απέδειξε ότι την ώρα που συμβαίνουν φοβερά γεγονότα γύρω μας, αλλά και στη χώρα μας, με μια κοινωνία που αγκομαχά για τα πάντα, παρουσίασε στην ελληνική κοινωνία μια ψυχή ενωμένη, δυνατή, με όραμα καινοτόμο, παλλόμενη από 172.000 μέλη, ικανή να μετατρέψει σε στρατηγική νίκη και εθνικής ανάκαμψης για τη χώρα και όχι σε όσους ευελπιστούσαν για στρατηγική ήττα.
Παρακολουθώντας τη συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα στο «ΙΟΝΙΑΝ», την οποία μετέδωσαν συνολικά οκτώ περιφερειακοί τηλεοπτικοί σταθμοί, διαθέτει «φωτοστέφανο» ηγέτη. Δοκίμασε την τύχη του με τους απλούς ψηφοφόρους του κόμματός του και ακόμη περισσότερο τώρα, κάλεσε όλους τους Έλληνες πολίτες, όπου στις 15 Μάη η προσέλευση ήταν πολύ ανώτερη του αναμενόμενου. Ο στόχος επιτεύχθηκε απόλυτα. Ο Πρόεδρος και η νέα ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ εξελέγησαν από μια ευρύτατη κομματική βάση, καθώς δίπλα στα παλιά μέλη του κόμματος προστέθηκαν και δεκάδες χιλιάδες νέα που προσήλθαν στις εκλογικές διαδικασίες.
Παρέλαβε ένα κόμμα σε κρίση, καθηλωμένο και ακινητοποιημένο από εσωτερικές έριδες. Στη θέση της επαναστατικής αρχής του «όχι σε όλα», που είχε μετατρέψει το κόμμα σε μικρό ΚΚΕ, έθεσε τη διακυβέρνηση ως πρώτο και κύριο στόχο.
Αρνήθηκε την παραπομπή των λύσεων στη μετά θάνατο ζωή. Με τη στήριξη αρκετών στελεχών δεν άλλαξε απλώς την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, έκανε ένα ποιοτικό άλμα, μια πολιτική υπέρβαση που άλλαξε τον χαρακτήρα της παραδοσιακής Αριστεράς. Με υποδειγματική ανάλυση της ιδιόμορφης κοινωνικής διαστρωμάτωσης της χώρας χάραξε στρατηγική εξουσίας. Δημιούργησε πολιτική δυναμική και μετέτρεψε ένα κόμμα του 4% σε κυβέρνηση. Αναπτύσσει συμμαχία για τη ριζική αλλαγή του πολιτικού συσχετισμού στην Ευρώπη, γίνεται ένα από τα μαζικότερα κόμματα της Αριστεράς για την ανατροπή της πολιτικής της λιτότητας, για μια Ευρώπη της αλληλεγγύης και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αναπροσάρμοσε άμεσα τη στρατηγική του έπειτα από λάθη, όπως η υπερεκτίμηση της δημοκρατικότητας των δανειστών, οι οποίοι αγνοώντας το 61% του δημοψηφίσματος, προχώρησαν σε απίστευτους εκβιασμούς.
Υπονομεύθηκε εσωκομματικά από τους «κάργα αριστερούς». Μισείται όσο δεν παίρνει από τους εγχώριους σταλινικούς. Συκοφαντείται σε απίστευτο βαθμό από την βαρονία των media. Όμως άντεξε και αντέχει. Έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια, κάτι παρόμοιο με την πτώση, την Χούντα του 1967. Ως πρωθυπουργός άνοιξε μέτωπα, για πρώτη φορά από τη Μεταπολίτευση, με τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Σχεδιάζει την ανάπτυξη με επίκεντρο τον εργαζόμενο και τον μικρομεσαίο. Αναβαθμίζει διαρκώς τον διεθνή ρόλο της χώρας, όχι ως δεδομένος, αλλά ως διεκδικητικός. Παράλληλα, μετατρέποντας τη χώρα σε νησίδα ασφαλείας στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, αποδεικνύοντας ότι ο σημαντικότερος ρόλος της στην περιοχή δεν είναι δώρο…. Θεού, αλλά αποτέλεσμα πολυσύνθετης και πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής.
Ουσιαστικά μετάλλαξε ένα παρηκμασμένο κόμμα σε φορέα της σύγχρονης Αριστεράς και ταυτόχρονα δημιουργεί μια νέα Ελλάδα. Αυτόν τον ηγέτη μερικοί διακωμώδησαν βλακωδώς. Υπάρχει όμως και το συγκριτικό στοιχείο που είναι ο ηγετίσκος Μητσοτάκης. Παρέλαβε από τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη ένα κεντροδεξιό κόμμα, προσηλωμένο στον «κοινωνικο-φιλελευθερισμό» και το γλίστρησε στην αντίληψη Σαμαρά για να αποφύγει «σφήνες» στα δεξιά του. Τρέχει πίσω από τις… περικεφαλαίες σε μια επίδειξη απίστευτης ψηφοθηρίας. Μετέτρεψε ένα κόμμα που υπεύθυνα, επί Κώστα Καραμανλή είχε συνδιαμορφώσει την εθνική γραμμή στο Μακεδονικό σε κήρυκα πατριδοκαπηλίας.
Με όραμα Θάτσερ, τον Ορμπάν και τον Κουρτς «παντρεύει» την ακροδεξιά ρητορεία και τον σύγχρονο θατσερισμό, αλλάζοντας ριζικά το κεντροδεξιό στίγμα και τη φυσιογνωμία της Νέας Δημοκρατίας. Μεταβολή που από τη μία νομιμοποιεί την ακροδεξιά και ναζιστική πρακτική και από την άλλη τον οδηγεί να αρνείται τα αυτονόητα, όπως η συνεννόηση στα κρίσιμα ζητήματα του χρέους και της συμφωνίας των Πρεσπών, αλλάζοντας μάλιστα όσον αφορά στην τελευταία πάγιες θέσεις του κόμματός του.
Μετατοπίζεται όλο και πιο δεξιά, με αποτέλεσμα να χάνει όχι μόνο την επαφή του με το πολιτικό κέντρο, αλλά και τα σημαντικά ερείσματα που η Νέα Δημοκρατία διαχρονικά είχε στην Ευρώπη και διεθνώς. Η διαφορά μεταξύ των δύο είναι πλέον ορατή, ακόμα και σε συντηρητικούς κύκλους στην Ελλάδα και διεθνώς. Είναι η διαφορά μεταξύ ενός ηγέτη και ενός ηγετίσκου.