Προβλήματα ο άνθρωπος, και βάσανα μεγάλα,
κατάντησε επικίνδυνη και τση ζωής η σκάλα.
Τρίζει από δω, τρίζει από κει, τρέμει στ΄ ανέβασμά τσης,
για τα κακά τ΄ απρόβλεπτα, στέλνει το μήνυμά τσης.
Μια ανειφόρα βάσανα, γιατί; το ερώτημά μας,
σκαλούνια ετοιμόροπα, σε κάθε πάτημά μας.
Μα στο κενό τι κάνουμε; να ξέρουμε… αμφιβάλω,
στο χρόνο που διανύουμε, σκαλί απ΄ το ΄να στ΄ άλλο.
Όταν τελειώνει η μέρα μας, κι ερχόμαστε καλιά μας,
που περιμένει ο φάκελος, και κόβετε η μιλιά μας.
Εκεί που χάνεις επαφή, και ο θυμός φουντώνει,
που νιώθεις πως σε κάμανε, ένα αδειανό μπετόνι.
Εκεί χρειάζεται άνθρωπε, η δύναμη κι η σκέψη,
το εγκλωβισμένο βλέμμα σου, να παίξει να σαλέψει.
Να βγεις από την πίεση, που ασκούνε σχεδιασμένα,
να πεις έχω δικαίωμα, και θα σκεφτώ για μένα.
Τα χαρισμένα κι όμορφα, έβγα να περπατήσεις,
για αυτή σου την απόφαση, ούτε και να ρωτήσεις.
Να πάρεις απ΄ τη θάλασσα, κι απ΄ του βουνού την αύρα,
στου Λαγοπόδου την πλαγιά, και στην Αγία Μαύρα.
Στο περιβόλι τ΄ ουρανού, πάνου να σταματήσεις,
για αυτό που σε ξανάνιωσε, τον κάμπο να ρωτήσεις.
Αυτό που ΄γινε γεύση σου, με ρίγανη η πατάτα,
και για τη θρούμπι του βουνού, που μύριζε η ντομάτα.
Ζήσε μου λέει σαν άνθρωπος, ο κάμπος μέχρι πέρα,
αυτός που με το μόχθο μας, νιώθει την κάθε μέρα.
Πρέπει να μείνουμε άνθρωποι, λέω κι εγώ στον Ντάση,
κι αυτοί που θέλουν το αίμα μας, αύριο να ΄χουν σκάσει!!!