Είμαστε ένα ναυάγιο, ώρες παιδιά… βοήθεια,
σωσμό δεν βλέπω να ‘χουμε, κι είναι πληγή στα στήθια.
Εδώ και χρόνια οι ρωγμές, είχανε ξεκινήσει,
μα το φωτάκι… η ένδειξη, δεν είχε κοκκινήσει.
Ή μάλλον δεν το βλέπαμε, ποιος να προσέξει σφάλμα,
θα ήταν και εμπόδιο, μπροστά σε κάθε άλμα.
Έτσι λοιπόν στο τρέξιμο… και βλάκες σαν κοκόροι,
σε ένα παιχνίδι πλουτισμού, ξεχάστηκαν οι όροι.
Μας έλειπε όμως στο ταμπλό, το οικόσημο… το κάτι,
να έχει λάδι, άρωμα, να έχει και το αλάτι.
Μας έλειπε το όνομα, μας έλειπε ο δότης,
για αυτό… ως δώρο εκ Θεού, μας ήρθε ο «Παναγιώτης».
Ναυάγιο ήρθε κι έδεσε… και ταίριασε η λέξη,
με εφτούνη, για τη Ζάκυνθο, η μέρα ήρθε να φέξει.
Και ναυαγοί σε ούλα μας, ήμαστε από τότε,
μα δεν υπάρχει άξιος να πει… το μέχρι πότε.
Αυτά δεν βγαίνουν από με, κι απ’ το κουτό μυαλό μου,
τον κόσμο αφουγκράζομαι, κι έχω για δάσκαλο μου.
Όπως και να το κάνουμε, ναυάγιο είμαστε όλοι,
σε βάρκα μεσοπέλαγα… και οι καιροί διαόλοι.
Και δεν θα βγούμε σε στεριά, μικρό μου ομορφονήσι,
γιατί κουπί δεν ξέρουμε, το ‘χουμε λησμονήσει.
Δεν έχουμε συγχρονισμό, ούτε συνεργασία,
με λίγα λόγια… διάφανα, μας λείπει η ουσία.
Όποιος ακούει, βλέπει, ζει, αυτό καταλαβαίνει,
δεν ξέρει για το ύστερα, και τι να περιμένει.
Γιατί παραπλυθήναμε, και ατρόφησαν οι αισθήσεις,
κι οι γλώσσες που μπερδεύονται, φέρνουν κατολισθήσεις.
Δεν λέω… το παλεύουμε, υπάρχει και αναγούλα,
έχουμε τον κατάλληλο, και πρόεδρο σε ούλα.
Υπόσχεται… δεν είδαμε, όσο κι αν απαιτούμε,
αυτός ξέρει που βρίσκεται, εμείς… κωπηλατούμε.
Κι ήμαστε Θεέ μου τυχεροί, έως και ευλογημένοι,
ναυάγιο.. παύλα, Ζάκυνθος, κι ούλοι ευχαριστημένοι!!!