arcadia938
Ο Διονύσης Τσιριγώτης είναι Επίκουρος Καθηγητής, Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, Διεθνών Σχέσεων & Διπλωματίας, στο Τμήμα Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς
Η Επιτροπή Αγώνος ή Επιτροπή Ζακύνθου συστήθηκε το Φθινόπωρο του 1824, από τον Διονύσιο Ρώμα με τους συνδαιτυμόνες του Κωνσταντίνο Δραγώνα και Παναγιώτη Στεφάνου. Αξιοποιώντας και το δίκτυο των φιλικών της Ζακύνθου, θα αναπτύξει ένα πολυσχιδές έργο σε επιμελητειακό, διπλωματικό, ανθρωπιστικό και επιχειρησιακό επίπεδο.
Αναλυτικότερα στο έργο της Επιτροπής εμπερικλείονταν:
1.Η αποστολή τροφίμων, πολεμοφοδίων και άλλου υλικού.
2.Η ναύλωση πλοίων για συνεχείς αποστολές εφοδίων.
3. Η οργάνωση εθελοντικών ομάδων πολεμιστών.
4. Η μέριμνα για τα προσωρινά δάνεια και την εξαργύρωση των συναλλαγματικών του Ελληνικού δημοσίου στη Ζάκυνθο.
5. Η προστασία των γυναικόπαιδων.
6. Η απελευθέρωση αιχμαλώτων.
7. Η κατάπαυση των εμφυλίων πολέμων.
8. Η επιζήτηση της αγγλικής βοήθειας.
Η δραστηριοποίηση της Επιτροπής Ζακύνθου εκκινά με μια πυκνή αλληλογραφία προς τα «επιφανέστερα πρόσωπα του Αγώνα (πολιτικούς, στρατιωτικούς και κληρικούς)». Ειδικότερα κύριοι αποδεκτές των επιστολών της Επιτροπής Ζακύνθου είναι «ο πρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης Γ. Κουντουριώτης, οι πρωταγωνιστές του δευτέρου εμφυλίου πολέμου Ι. Κωλέττης και Ι. Γκούρας και οι επικεφαλής του ελληνικού στόλου που υπερασπίζεται το Νεόκαστρο (Πύλος) Α. Μιαούλης και Αν. Τσαμαδός». Ως κεντρικός πολιτικός στόχος των διπλωματικών ενεργειών και πρωτοβουλιών της Επιτροπής εγγράφεται η προάσπιση-προαγωγή του εθνικού συμφέροντος της Ελλάδας. Η μείζονα σημασία που δύναται να αποδοθεί στην Επιτροπή Ζακύνθου έγκειται στη λειτουργία της ως αξονικό μέσο διάγνωσης-ανάγνωσης-ανάλυσης των απειλών-ευκαιριών που αναφύονται στο εσωτερικό (εμφύλιες διαμάχες) και στο εξωτερικό επίπεδο, επενεργώντας προσδιοριστικά στη διαδικασία διαμόρφωσης-εφαρμογής της εξωτερικής πολιτικής και της στρατιωτικής στρατηγικής, για την οργάνωση-διεύθυνση και αποτελεσματικότητα του Αγώνα της Παλιγγενεσίας.
Χαρακτηριστικά με σχετικό της υπόμνημα προς τον Γ. Κουντουριώτη, ευθύς με την αποβίβαση των Αιγυπτιακών δυνάμεων στην Πελοπόννησο, τονίζει τη στρατηγική αναγκαιότητα για επαγρύπνηση της ελληνικής διοίκησης με στόχο την ανάσχεση των δυνάμεων του Ιμπραήμ. Ταυτόχρονα επισημαίνει την αναγκαιότητα για εξωτερική ποιοτική στρατιωτική εξισορρόπηση, μέσω της πρόσληψης ευρωπαίων στρατιωτικών αξιωματούχων για την εκπαίδευση και οργάνωση των ελληνικών στρατιωτικών σωμάτων. Τέλος προτρέπει το Εκτελεστικό, για λόγους «περί ασφάλειας και υπολήψεως της πατρίδος» να μην «αφίσει την φρόνησιν […] εις τας αποφάσεις της, αλλά να παραβλέψει παν είδος προσωπικής συστολής» ως «την ακάματον επιδεξιότητα που πρέπει να αναλάβει […], ώστε να ευθύνη εις παν στρατιωτικόν επιχείρημα την αμιμητον ανδρείαν των Ελλήνων».
Αντίστοιχα διαγιγνώσκοντας τις απειλές και ευκαιρίες που αναφύονται για την απόληξη του Αγώνα της Παλιγγενεσίας θα προχωρήσει σε μια ενδελεχή καταγραφή των στρατηγικών συμφερόντων της διεθνούς των Μοναρχιών για το Ελληνικό ζήτημα, προσδιορίζοντας ως μοναδική επιλογή τη πολιτική σύμπραξη με τη Βρετανία.
«Τα συμφέροντα του κράτους της Μεγάλης Βρετανίας συμμορφούνται εντελώς μετά της ανεξαρτησίας και πολιτικής υπάρξεως της Ελλάδος», εφόσον η τελευταία δύναται να αποτελέσει ανασχετικό ανάχωμα σ ενδεχόμενη «ρωσική κάθοδο στη Μεσόγειο».
Αντίστοιχα σε διπλωματικό επίπεδο, είναι θεμελιώδης η συμβολή της Επιτροπής Ζακύνθου στην αίτηση προστασίας προς τη Μεγάλη Βρετανία. Παρά το γεγονός ότι τα μέλη της Τριανδρίας δεν είχαν και τις πλέον αγαθές σχέσεις με τη Βρετανική αρμοστεία, καθότι ο μεν Ρώμας μόλις είχε επιστρέψει από την αυτοεξορία του στη Βενετία στα μέσα του 1824, «οι δε Στεφάνου και Δραγώνας είχαν στο παρελθόν συλληφθεί ως ύποπτοι από την αγγλική αστυνομία της Ζακύνθου», θα επιζητήσουν, ευθύς με τη σύσταση της Επιτροπής, την πολιτικοδιπλωματική προσέγγιση με τη Μεγάλη Βρετανία.
Αναλυτικότερα, τον Αύγουστο του 1824 ο Γενικός Γραμματέας της Κυβέρνησης, Π. Ρόδιος θα επιζητήσει, από τον βρετανό υπουργό εξωτερικών, Τζ. Κάνιγκ, την προστασία της Μεγάλης Βρετανίας, επισείοντας τον Ρωσικό κίνδυνο. Ο βρετανός υπουργός εξωτερικών αφού προδήλωσε την επίσημη πολιτική θέσης της χώρας του για την τήρηση πολιτικής ουδετερότητας, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο για διαμεσολάβηση μεταξύ των εμπολέμων.
Τέλος, μετά από δυο προκαταρκτικές επιστολές προς τον Α. Μιαούλη και τον Θ. Κολοκοτρώνη, ο Δ. Ρώμας αναλαμβάνει να συντάξει την αίτηση προστασίας του Ελληνικού Έθνους προς το Βρετανικό (18 Ιουνίου 1825).
Με την εν λόγω αίτηση το Ελληνικό Έθνος έθετε «εκουσίως την ιεράν παρακαταθήκην της αυτού ελευθερίας, εθνικής ανεξαρτησίας και της πολιτική αυτού υπάρξεως υπο την μοναδικήν υπεράσπισιν της Μεγάλης Βρετανίας».
Το ελληνικό αίτημα εδραζόταν στα ανεξάλειπτα δικαιώματα της ιδιοκτησίας και κυριότητος, στις επικρατούσες αρχές της θρησκείας και ελευθερίας, στο φυσικό δίκαιο της προσωπικής ασφάλειας. Συγχρόνως δηλωνόταν απερίφραστα ότι στον Αγώνα εναντίον των Οθωμανών δεν υπήρχε άλλη λύση εκτός από τη νίκη ή τον αφανισμό, αφού «οι Έλληνες εις τοιαύτην γενναίαν μάχην, ή πρέπει να εκβώσιν από αυτήν νικηταί, ή θέλουν είσθαι τελείως αφανισμένοι, επειδή ουδέν μέσον είναι, το οποίο δύναται να τους αποσπάση από ταύτην την απόφασιν, ήτις ήδη κατήντησεν από τας φοράς του πολέμου και του χρόνου άφευκτος».
Η αιτιολόγηση της αίτησης εδραζόταν στη διατήρηση πολιτικής ουδετερότητας της Μεγάλης Βρετανίας καθ’ όλη την περίοδο του Αγώνα σε αντιδιαστολή με τις άλλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις και ιδίως τη Γαλλία που δεν καθίσταντο ασφαλείς σύμμαχοι των Ελλήνων.
Στις 13 Οκτωβρίου 1825, ο Τζ. Κάνιγκ απάντησε εγγράφως στην ελληνική αίτηση δηλώνοντας ότι: «….Η Αγγλική Κυβέρνησις, εξ’ αρχής των υπαρχουσών εχθροπραξιών μεταξύ της Οθωμανικής Πύλης και των Ελλήνων, προεκύρηξε και διετήρησεν αυστηράν και αμερόληπτον ουδετερότητα. Η Μεγάλη Βρετανία προ πολλού ευρίσκεται συνδεδεμένη δια συνθηκών τούτων, ως εκ μέρους της Πύλης και υπό την πίστην αυτών τα πρόσωπα, η ιδιοκτησία και τα εμπορικά συμφέροντα μεγάλων εταιρειών, υπηκόων της αυτού μεγαλειότητος, υπερασπίζονται εντός του Οθωμανικού κράτους. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, δεν νομίζει η Αγγλική Κυβέρνησις συνάδον με την καλήν πίστην, ως εκ μέρους της, ουδέ με τας αρχάς των νόμων, δι’ ών αί προς άλληλα τα έθνη σχέσεις κανονίζονται και διατηρείται η ειρήνη του κόσμου, να κηρύξει πόλεμον κατά της Πύλης, ενώ δεν την έδωσεν αυτή ουδεμίαν δικαίαν αφορμήν πάλης. Ουδείς δ’ εχέφρων αμφιβάλλει ότι το να παραδεχθή η πρότασις των Ελλήνων κατά την δηλοποίησίν των, ήθελεν είναι πραγματικώς κήρυξις πολέμου εναντίον της Πύλης….».
Η εν λόγω πράξη –την οποία ενέκριναν και υπέγραψαν στις 24 Ιουλίου 1825 οι βουλευτές και όλα σχεδόν τα μέλη του Εκτελεστικού (εκτός από τον Ι. Κωλέττη) ακόμη και όσοι αρχιερείς και ιερείς βρέθηκαν στο Ναύπλιο– θέσπιζε «τὴν παρακαταθήκην τῆς ἐλευθερίας, ἐθνικῆς ἀνεξαρτησίας καὶ τῆς πολιτικῆς ὑπάρξεως» του έθνους «ὑπὸ τὴν ἀπόλυτον ὑπεράσπισιν τῆς Μεγάλης Βρεταννίας».
Ωστόσο, αυτό που θα πρέπει να επισημανθεί είναι ότι η συγκεκριμένη πολιτική πράξη –αίτηση προστασίας– αφενός προσδιόρισε κατά μείζονα βαθμό τον εξωτερικό προσανατολισμό του Ελληνικού κράτους εξάρτηση από Βρετανία– και αφετέρου, συνώθησε στη γένεση των πρώτων πολιτικών ομάδων (κόμματα).