Μεγάλωσε γενιές και γενιές με το σπιτίσιο φαΐ του. Στη «μπακαλοταβέρνα» του τη δεκαετία του ΄80 πήγαιναν φίλοι από τις γύρω περιοχές για μεζέ και κρασί. Τους φρόντιζε, τους περιποιούνταν με το δικό του ξεχωριστό τρόπο. Είχε χάσει το χέρι του από μια νάρκη που είχε βρει, μα σε τίποτα δεν τον εμπόδιζε στην καθημερινότητά του.
Από το ξημέρωμα έπαιρνε το ποδήλατό του και γύρναγε όλη τη «χώρα» να βρει ότι χρειαζόταν για μαγείρεμα. Περνώντας τα χρόνια, ο κόσμος μάθαινε το στέκι του «Μαλάνου» και πολλαπλασιαζόταν. Το έμαθαν και οι πρώτοι Άγγλοι που αγάπησαν κι έμειναν μόνιμα στο νησί. Και σιγά – σιγά οι πρώτοι τουρίστες. Καλό φαΐ, καλό κρασί, καλή παρέα. Και έτσι, περνώντας τα χρόνια δεν έβρισκες καρέκλα. Όλοι ραντεβού στου «Μαλάνου». Εκεί η κυρά Νίτσα, ο Νίκος και η Μαρία. Να προσέχουν τα πάντα. Κι η Δώρα από μακριά με τη σκέψη της στο νησί. Και τα χρόνια περνούσαν.
Κι ήρθε η ώρα να «φύγει» ο Παναγιώτης ο «Μαλάνος» στα 92 του χρόνια, πλήρης από τα πάντα. Μα ότι άφησε πίσω του, οι αγώνες του, η καθημερινότητά του, η ταπεινότητά του, όλα του, έμειναν και φωτίζουν τους ανθρώπους που τον γνώρισαν και τον αγάπησαν. Από την «οικογένεια» της ΗΜΕΡΑΣ ειλικρινή συλλυπητήρια στους δικούς του ανθρώπους.