Το Μαχαιράδο στα μέσα του αιώνα, το αλλιώτικο πανηγύρι της Αγίας Μαύρας και τις αναμνήσεις του από πολέμους και σεισμούς, μας περιγράφει ο 84χρονος Διονύσης Κακολύρης, Μαχαιραδιώτης γέννημα-θρέμμα.
Το Μαχαιράδο ήταν κεφαλοχώρι μεγάλο, είχε κόσμο πολύ. Το ’53 που έγιναν οι σεισμοί το χωριό άδειασε, τώρα έχει ερημιά μεγάλη, νέος άνθρωπος δεν υπάρχει. Πέσανε πολλά σπίτια και οι περισσότεροι δεν τα ξαναφτιάξανε –εγώ ήμουν από τους λίγους που το έφτιαξαν. Οι περισσότεροι έφυγαν στη Γερμανία και στην Αμερική, κι όποιος έφτιαξε καινούριο σπίτι δεν το έχτισε εδώ πάνω αλλά χαμηλά. Και να σου πω, ήτανε χωριό «τρελάδικο». Δεν υπήρχε σπίτι που να μην έχει έναν τρελό. Κι οι άνθρωποι δεν ήθελαν να βλέπουν τον άλλο καλύτερο από τον ίδιο και του’ κάνανε κακό για να μην προχωρήσει. Γινόταν αυτό παλιά, αδρέφια και ξαδρέφια, μίσος. Τώρα λιγότερο.
Παιχνίδι
Μικρά όταν ήμαστε, είχαμε τις δεκάρες και τα παιδάκια βγαίναμε έξω και παίζαμε με τις δεκάρες, τις χτυπάγαμε να δούμε ποιος θα κερδίσει τον άλλο. Βάζαμε κάτω τις δεκάρες και ρίχναμε μια δραχμή και χτυπούσαμε τις δεκάρες και τις κερδίζαμε. Ηταν δύσκολο όμως να διώξουμε τις δεκάρες των άλλων.
Ο χειμώνας
Ξύλα δεν είχαμε για λίγη φωτιά. Μαζεύαμε ελιές και δεν κόβαμε τσίμα γιατί τότε πίστευαν ότι χάλαγε το λιόφυτο. Μαζεύαμε κανένα ξερό κούτσουρο και τίποτα βέργες και τα φυλάγαμε για λίγη φωτιά για το μαγείρεμα και το φούρνο. Ανάβαμε μια φωτούλα σε μια γωνιά και καθόμαστε γύρω-γύρω να ζεσταθούμε και πηγαίναμε και ξαπλώναμε αμέσως μόλις νύχτωνε και σκεπαζόμαστε μέχρι πάνω για να μην κρυώνουμε.
Αγροτική ζωή
Χειμώνα, πρωί, πηγαίναμε στα λιόφυτα να δούμε μήπως έχει πέσει καμιά ελιά κάτω γιατί οι πολύ φτωχοί άνθρωποι που είχανε και πολλά παιδιά πηγαίνανε κρυφά και μαζεύανε τις ελιές που είχαν πέσει κάτω και τους φωνάζαμε και τους κυνηγούσαμε. Δύσκολα χρόνια. Πήγαινα και μάζευα τις ελιές με τον πατέρα μου, δώδεκα χρονών ήμουν. Εγώ μάζευα στο καλάθι αυτές που είχαν πέσει κάτω από τα ραβδίσματα. Και τα χέρια μου γινόντανε κόκαλα από το κρύο. Επαιρνα δώδεκα δραχμές κι ο πατέρας μου 25 δραχμές. Και μία δραχμή δεν μου άφηνε, τις έπαιρνε όλες.
Δεκαπέντε χρονών, κατεβαίναμε στην Αγρία που είχαμε σταφίδες κι έσκαβα με την αξίνα. Δουλεύαμε «ήλιο με ήλιο», από την ανατολή ίσαμε τη δύση. Και κάναμε και χαράκωμα: είχαμε μία ψαλίδα και χαρακώναμε το κλαρί του αμπελιού για να μην «τραβάει» πολύ και να χοντρύνει η σταφίδα. Μαρτύριο μεγάλο. Κι όταν τρυγάγαμε είχαμε κουβάδες μεγάλους και μαζεύαμε για να μην πέφτουν κάτω γιατί ο καρπός ήταν μικρός. Για να τις απλώσουμε, πηγαίναμε στα χωριά όπου είχαν μοσχάρια και παίρναμε τη σβουνιά τους, τη μουσκεύαμε με νερό και απλώναμε την πηγμένη λάσπη στα σταφιδάλωνα για να απλώσουμε από πάνω τη σταφίδα. Κι αυτό για να μην πέσει πάνω στο χώμα και σκονίζεται. Επρεπε να είναι καθαρή.
Σχολείο, αλά ιταλικά
Στο σχολείο πέρασα ταλαιπωρία μεγάλη. Περνάγαμε στην αρχή ωραία, παίζαμε, αλλά μας έπιασε ο πόλεμος του ’40. Το τι τραβήξαμε, άστα… Μας μαθαίνανε τα μαθήματα και να τραγουδάμε ιταλικά. Ευτυχώς μας έφερναν φαγητό να τρώμε, πιο πολύ σουπούλες με ρύζι και καμιά φορά κανένα ψητό κοτοπουλάκι, τα Σαββατοκύριακα.
Οι Ιταλοί και το κρασί
Εδεκει, πιο πέρα ήταν ένα μεγάλο σπίτι και μένανε οι Ιταλοί, κι η αστυνομία τους. Ερχόντουσαν λοιπόν στο σπίτι και ψάχνανε μην έχουμε κρασί ή κανένα κουνέλι, για να μας τα πάρουν. Πόσο κρασί μας πήραν… Είχαμε και κουνέλια πολλά και είχαμε φτιάξει πολλές μεγάλες τρύπες, κι αν ερχόνταν οι Ιταλοί, τα κουνέλια φοβόνταν και κρυβόντουσαν στις τρύπες. Και μια Κυριακή, είχαμε σφάξει ένα κουνέλι και το τρώγαμε. Κι ακούμε να ανεβαίνει τα σκαλιά ένας Ιταλός και να χτυπά την πόρτα. Μόλις τον είδαμε, αρπάζουμε τα πιάτα με το κουνέλι και τα αδειάζουμε κάπου και του λέμε «δεν έχουμε κουνέλια, πατατούλες τρώμε» και να μας φωνάζει «πού το πήγατε το κουνέλι;». Εκοίταζε από δω, εκοίταζε από κει, μας λέει: «κανένα μπουκάλι κρασί έχετε;». «Δεν έχουμε», του λέγαμε, «μας τα πήρατε όλα». Κι έφυγε. Και ξαναβγάλαμε τα πιάτα με το κουνέλι εκεί που τα κρύψαμε και ξαναφάγαμε. Βέβαια!
Εκεί στο κτίριο που μένανε, είχε ένα μεγάλο χώρο και παίζανε μπάλα. Κι εγώ που ήμουνα παιδάκι, πήγαινα εκεί που έπαιζαν, κι άμα ξέφευγε η μπάλα έτρεχα και την έπιανα και τους την πήγαινα. Και μια φορά πήγα να την πιάσω, αλλά ήταν κοντά στα πόδια ενός Ιταλού και μου δίνει μια κλωτσιά! Το μπαγάσα…
Οι γερμανικές καταστροφές
Μετά ήρθαν οι Γερμανοί και χτίσανε κάτω χαμηλά, κοντά στο αεροδρόμιο ένα κτίριο μεγάλο γεμάτο πολεμοφόδια. Κι όταν ήρθε το τέλος τους κι ήτανε να φύγουν, του βάλανε μια φωτιά και τα κάψανε όλα και έλεγες ότι θα βουλιάξει το νησί από τις εκρήξεις. Μετά από λίγο καιρό πήγαμε τα παιδιά να δούμε το μεγάλο λάκκο που είχε μείνει από τις ανατινάξεις.
Ξέρεις τι μας κάνανε εμάς εδώ; Εβαρούσανε το βουνό από χαμηλά, με οβίδες και χτυπούσανε τα χωριά εδώ πάνω, κυρίως τα βράδια. Φοβηθήκαμε μήπως πέσει καμιά οβίδα πάνω στο σπίτι και σκοτωθούμε και είχαμε σκάψει ένα λάκκο, χαμηλά, έξω από το σπίτι, τον σκεπάζαμε με καλάμια και χόρτα και κοιμόμαστε τα βράδια εκεί μέσα. Τα παιδιά κοιμόμαστε όλα εκεί, ο πατέρας μου όμως δεν ήθελε. Του ‘λεγα, «αν έρθει και πέσει εδώ καμιά οβίδα στο σπίτι; Θα σε σκοτώσει!». «Δεν παθαίνω τίποτα», έλεγε, «πηγαίνετε εσείς». Και ακούγαμε τις οβίδες να πέφτουν στο βουνό, μπουμ, μπουμ, μπουμ. Ερίχνανε τρεις, τέσσερις κάθε βράδυ.
Το πανηγύρι της Αγίας Μαύρας
Γιορτή μεγάλη είχαμε μία: το πανηγύρι της Αγίας Μαύρας. Ητανε το καλύτερο πράγμα, γιατί δεν είχανε τότε αυτοκίνητα. Ερχόντουσαν συγγενείς και γνωστοί, από μακρινά χωριά και από την πόλη αλλά κι από την Αθήνα και μένανε για μερικές μέρες στα σπίτια μας και τους περιποιόμασταν και καλοπερνούσαμε όλοι. Τρεις μέρες γιορτή και γλέντι. Τότε δεν πουλάγανε πράγματα στο πανηγύρι όπως τώρα. Ερχόταν ένας με παγωτά θυμάμαι, με ένα μεγάλο καρότσι και γύριζε κι έδινε χωνάκια. Κι ο πατέρας μου μού έδινε για όλο το πανηγύρι μία δραχμή να πάρω ένα παγωτό. Μόνο μία δραχμή. Αυτό το παγωτό ήταν όλη μου η χαρά. Και πουλάγανε και μπόλικα παστέλια, νόστιμα όμως, με μέλι.
Μεζέδες
Εκεί που είναι τώρα το πάρκινγκ της εκκλησίας, είχε ελιές και, στην αρχή της εβδομάδας του πανηγυριού, εσφάζανε μοσχάρια για να τα πουλήσουν στη γιορτή. Και τα σφάζανε με ένα τρόπο… Το βαρούσανε πρώτα μία τσεκουρία στο κεφάλι κι έπεφτε αυτό κάτω, δεμένο στη ρίζα της ελιάς και μετά το εσφάζανε. Παναγιά μου, βάρβαρο πολύ. Κι εδώ στη γωνία που είναι η ταβέρνα του Ντένη, ήτανε ένας μεγάλος πλάτανος, και τα κρεμάγανε εκεί τα σφαγμένα. Εκοβαν κομμάτια και πηγαίναμε και αγοράζαμε και τα βράζαμε και φτιάχναμε στιφάδα. Ητανε δυο-τρεις γυναίκες που μαγειρεύανε στιφάδο και ήταν άλλο πράμα, τη συνταγή δε στη λέγανε. Και φτιάχνανε και το ‘φτάζυμο, μη συζητάς νοστιμιά. Ψήνανε και κατσίκια. Πολλά κατσίκια. Ειχαμε έναν γνωστό που ερχόταν από τον Κοιλιωμένο κι έφερνε από κει καμιά κατοστή κατσίκια για σφάξιμο, με ένα φορτηγό. Τα άφηνε εδώ σπίτι μας, γιατί ο παππούς μου είχε λιοτριβείο και είχαμε χώρο. Και τα ‘σφαζε λίγα-λίγα και μας έδινε πατσάδες και τρώγαμε. Πείνα τότε, μεγάλη. Αλλά κείνες τις μέρες περνάγαμε καλά. Τότε, εσπάνιζε να τρώει ο κόσμος τέτοια πράγματα.
Οι φωτίες και ο καρνάβαλος
Στο πανηγύρι ερχόντουσαν πολλοί από την Παρασκευή, με λεωφορείο, από όλο το νησί αλλά κι από απέναντι. Τους αφήνανε εδώ και μένανε τα βράδια εδώ τις τρεις μέρες και νύχτες. Ωρα τέσσερις το πρωί ανάβανε τις φωτίες που τότε ήτανε σε ρόδες που στριφογυρίζαμε κι ερχόντανε πολύς κόσμος να δει τούτα τα πράγματα. Ηταν κάτι πράγματα σιδερένια, «μάσκουλα» τα λέγαμε, στρογγυλά, με μια τρύπα κάτω, κι ένας μάστορας που ήξερε, τα γέμιζε με μπαρούτι κι έβαζε κι ένα φυτίλι. Το γέμιζε καλά με χώμα που το πατούσε και το πήγαινε πίσω από την εκκλησία, εκεί που πετάνε τώρα τις ρουκέτες και το άναβε κι αυτό έσκαγε με ξέρεις τι κρότο; Το έκανε αυτό κάθε βράδυ όσο κρατούσε το πανηγύρι. Κι είχανε ένα πολύ ωραίο πράγμα, τον «καρνάβαλο». Δένανε ένα μεγάλο σύρμα, σε ένα στύλο κει που είναι η πλατεία του χωριού, μέχρι πάνω στην Αγία Μαύρα. Πάνω σ’ αυτό το σύρμα, με ένα σύστημα, στερεώνανε ένα ψεύτικο καλόγερο. Με ένα μηχανισμό ο καλόγερος ξεκινούσε να τσουλάει πάνω στο σύρμα, μέχρι την εκκλησία κι εκεί του βάζανε φωτιά και μετά ανάβανε τις φωτίες. Τι χαρά, τι κακό γινότανε! Ηταν πολύ ωραία. Και γύρω στις πέντε που τελείωναν όλες οι φωτίες, γινότανε η λιτανεία της εικόνας, όπως και σήμερα, αλλά χωρίς όργανα και τέτοια. Μόνο ταμπουρλονιάκαρα είχαμε, που έρχονταν από τον Κοιλιωμένο, κι ανέβαιναν επάνω στο καμπαναρίο και έπαιζαν κι ακουγόταν όλο γύρω. Δυο μέρες δε σταματούσαν! Και τις καμπάνες τις χτυπάγαμε τότε με τα χέρια.
Ο σεισμός
Όταν έγινε ο σεισμός ο δεύτερος, το μεσημέρι, ο πατέρας μου είχε πάει στην πόλη με το γαϊδουράκι. Εγώ κείνη την ώρα πήγαινα σε ένα θείο μου που έμενε εκεί που είναι τώρα το νεκροταφείο του Μαχαιράδου που είχε λίγα σπιτάκια τότε και χωρίς δρόμους, τίποτα. Και, λίγο προτού φτάσω έδεκει γίνεται σεισμός, μεσημέρι. Και με έριξε κάτου. Κι έβλεπα τα βουνά να σκίζονται κι έλεγα «Παναγία μου, πάμε στον πάτο, τι ναι τούτο το πράμα». Μια σκόνη, ένα πράμα, τα δέντρα να πέφτουν μια κάτω μια να ανεβαίνουν πάνω. Μόλις τέλειωσε σηκώνομαι πάνω, κοιτάζω γύρω-γύρω να συνέλθω λίγο και πάω στο σπίτι του θείου και λέγαμε τι να έγινε ο πατέρας μου; Αλλά σε μια ωρίτσα τον βλέπω να έρχεται με τα πόδια. Τον πρόλαβε το σεισμό στο δρόμο, ευτυχώς, δεν ήταν στη χώρα. Πιο πριν είχε κάνει το μεγάλο το σεισμό κι εγώ ήμουν εκεί που είναι τώρα το δημαρχείο, είχε μια μικρή πλατείτσα κι από κάτου είχε μια εκκλησία. Είχε αστυνομία εκεί και οι αστυνομικοί έπαιζαν τάβλι κείνη την ώρα, κάτω από κάτι δεντράκια με σκιά. Και τους έβλεπα. Κι έντεκα ακριβώς γίνεται ο σεισμός και πεταχτήκαμε πάνω όλοι και φεύγαμε πέρα μην πέσει πάνω μας το καμπαναριό της Αγίας! Και κάτι ακόμη: είχαμε τότε πηγάδια όλοι και με το σεισμό, όλα τα νερά από τα πηγάδια εξαφανιστήκανε. Δεν έμεινε τίποτα και δεν είχαμε νερό να πιούμε. Ερχονταν αεροπλάνα και μας πετούσαν μπουκάλια με νερό και τρέχαμε να πάρουμε να τα μοιραστούμε.