ΖΑΚΥΝΘΟΣ – Ο Δήμος Ζακυνθίων αφιέρωσε το 2013 στον ιδιόρρυθμο και εξαιρετικά ταλαντούχο ζωγράφο και σατυρικό ποιητή Νικόλαο Κουτούζη, με αφορμή τη συμπλήρωση 200 χρόνων από το θάνατό του.
Ο Νικόλαος Κουτούζης (Ζάκυνθος 1741-1813) ήταν χαρισματικός, ευφυής και πολυσχιδής προσωπικότητα: Σατιρικός προσολωμικός ποιητής, κληρικός και σπουδαίος αγιογράφος και ζωγράφος.
Ήταν μαθητής του Νικολάου Δοξαρά, ο πληθωρικός του, όμως, χαρακτήρας τον ώθησε σε πολλές άλλες δραστηριότητες, που σχετίζονταν με την πολιτική.
Το 1770, έφυγε από τη Ζάκυνθο, λόγω διαμάχης, και πήγε στη Βενετία, όπου σπούδασε ζωγραφική στο εργαστήριο του Τιέπολο.
Επιστρέφοντας στη Ζάκυνθο, το 1772, χειροτονήθηκε ιερέας, αλλά εξακολούθησε να γράφει αιχμηρά επιγράμματα και σάτιρες, στηλιτεύοντας τη φαυλότητα της εποχής του.
Από τα πιο γνωστά έργα του είναι η «Λιτανεία του Αγίου Διονυσίου», που σώζεται σήμερα στο Μουσείο της Ιεράς Μονής του Αγίου Διονυσίου και Στροφάδων.
Επιπροσθέτως, εξίσου σημαντικά είναι τα έργα του, τα οποία εκτίθενται στο Μεταβυζαντινό Μουσείο, στην Εθνική Πινακοθήκη και το Μουσείο της Μονής; Του Αγίου Διονυσίου.
Ήταν αντίπαλος του Αντωνίου Μαρτελάου, τον οποίο ειρωνευόταν, με στίχους του, για τις δημοκρατικές ιδέες και την κοινωνική αισιοδοξία του.
Η δική του πεσιμιστική άποψη εκφράζεται στο γνωστό δίστιχό του:
Νέα Ελλάδα δε θα δούμε
ποιος πεθαίνει, πάει πεθαίνει.
Παρά τις υπερβολές του, το ποιητικό έργο του Κουτούζη είναι από τα σημαντικότερα του Επτανησιακού Ρομαντισμού.
Ο της Ζακύνθου λαός πάντοτε τυφλωμένος
ήτο και είναι εξ αρχής, και καταγελασμένος.
Οι άνθρωποι οι ποταποί αν τύχει και πλουτίσουν
τους ευγενείς γυρεύουσι να τους καταβροχθίσουν.
Μάλιστα οι μαμούρηδες, ραφτάδες, τζαγκαράδες,
μπακάληδες, μπαρμπέρηδες λέγω και τακουνάδες,
και άλλοι οι ουτιδανοί π’ ολίγο ν’ ανεβούνε
σ’ ένα σκαλί παραμικρό, ογρήγορα μεθούνε.
Και πάσχουν καθημερινώς για να καταπλουτίσουν
με αδικίες και ψευτιές, φλωριά να θησαυρίσουν.
Ο σάλιαγκας όταν βαλθεί να βγει απ’ το καυκί του,
πρώτα βγάνει τα κέρατα, γιαμά την κεφαλή του.
O Νικόλαος Κουτούζης ήταν εφημέριος στον Ιερό Ναό του Aγίου Νικολάου του Μόλου, καθώς και στον Ιερό Ναό της Οδηγήτριας αλλά, παρά το σχήμα του, εξακολουθούσε να κρίνει, με παρρησία και τόλμη, τους συμπολίτες του.
Στις 12 Μαρτίου 1770, κάποιος συμπολίτης του τον εφρεζάρισε, δηλαδή τον χτύπησε στο πρόσωπο με φιαλίδιο, το οποίο περιείχε οξύ, που άφηνε ανεξίτηλο σημάδι στο πρόσωπο.
Σατίριζε, όμως, και τον εαυτό του, γράφοντας τους στίχους:
Κουτούζης του Κουτούζιου κουτός κουτά
εστοχάστη
σατιρικός να σατυρή, – σαν Σάτιρος επιάσθη!
Παίζοντας με τον Σάτιρον, ο Σάτιρος δαγκάνει
στο αγγελικό του πρόσωπο
μαύρο σημάδι κάνει!
Ο Ιάκωβος Πολυλάς σημειώνει:
«Κοντά εις τα άλλα πράγματα ανάρμοστα εις τον ιερό χαρακτήρα του είχε και τη συνήθεια να δείχνεται κοσμικός λεβέντης, ράσα μακρινά ως τις φτέρνες, σκαλτσούνια κόκκινα μεταξωτά, παπούτσι με γάζους, στραβό εβαστούσε το χαμηλό και πλατύγυρο καπέλλο, το οποίον εσυνηθούσαν να φοράν εις την Ζάκυνθον οι παπάδες».
Επίσης, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος αναφέρει:
«Διηγούνται ακόμα μετά φρίκης πώς διέφθειρε τους υπηρέτας και τας υπηρετρίας των μεγάλων οίκων, παρακινών εις εκμυστηρεύσεις οικογενειακών σκανδάλων και αποκρύφων, πως εζητούντο και εκυκλοφόρουν αι δριμείαι, αι απροκάλυπτοι, αι καυστικαί του σάτιραι, και πως αγέρωχος και υπέρφρων, μεγαλοπρεπής το ύφος και την πλουσίαν περιβολήν, διήρχετο ο ηγεμών των ελευθερίων σατιριστών τας οδούς, περιφέρων δεξιά και αριστερά ερευνητικά βλέμματα, εξακοντίζων ετοίμως σκώμματα και βέλη, ενώ πάντες περιδεείς και πτύσσοντες εφιλοτιμούντο να φανώσιν άψογοι ενώπιον του ρασοφόρου αυτού Κερβέρου, όστις ηπείλει να τους φονεύσει με μόνην υλακήν. Μόνον ενώπιον του θυσιαστηρίου ο ιερεύς αντικαθιστά τον σατιρικόν ποιητήν. Ακόμη ενθυμούνται την μεγαλοπρέπειαν και την κατάνυξιν, μεθ’ ης επετέλει τας ιεροτελεστίας…».
ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΣΤΗΝ “¨ΗΜΕΡΑ”
www.imerazante.gr