ΖΑΚΥΝΘΟΣ – Ένα από τα σημαντικότερα πολιτιστικά γεγονότα της περασμένης χρονιάς ήταν για τη Ζάκυνθο η βράβευση του ιστορικού και υπεύθυνου των εκδόσεων του Μουσείου Μπενάκη, Δημήτρη Αρβανιτάκη, από την Ακαδημία Αθηνών, για το βιβλίο του Στον δρόμο για τις πατρίδες. Η Ape italiana, ο Ανδρέας Κάλβος, η ιστορία.
Η «Ημέρα», θεωρώντας ότι αυτή η βράβευση τιμά όχι μόνο τον Ζακυνθινό ιστορικό, αλλά και τον πολιτισμό του νησιού μας, απευθύνθηκε, τηλεφωνικώς, σε έναν από τους σπουδαιότερους ιστορικούς της σύγχρονης Ελλάδας, τον κ. Σπύρο Ασδραχά, για να του ζητήσει μια σκιαγράφηση του συμπατριώτη μας οποίος, μάλιστα, του έχει αφιερώσει το βιβλίο που βραβεύτηκε από την Ακαδημία.
Σημειωτέον ότι ο Δημήτρης Αρβανιτάκης θεωρεί τον κ. Ασδραχά, που είναι Επτανήσιος επίσης, ως δάσκαλό του όχι μόνο στην επιστήμη της Ιστορίας, μα και στο επιστημονικό ήθος.
Το κείμενο του κ. Ασδραχά έχει ως ακολούθως:
«Δεν είναι πολύ εύκολο να διατυπώσω ένα γενικό χαρακτηρισμό για το φίλο και ομότεχνό μου Δημήτρη Αρβανιτάκη. Μας χωρίζουν πολλά χρόνια και θα έλεγα ότι ανήκει στη διάδοχη πνευματική γενιά της δικής μου.
Αν θα ήθελα να τον προσδιορίσω ως διανοούμενο θα έλεγα ότι με εφαλτήριο την ιστορία εντάσσεται στην κατηγορία των καθολικών διανοουμένων που συμπλέκουν την πολιτική εκδοχή με την επιστήμη τους, χωρίς η δεύτερη να υποτάσσεται στην πρώτη.
Με σχολαστικά και απατηλά κριτήρια θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Δημήτρης Αρβανιτάκης είναι ένας, θα έλεγα, ιδανικός εκδότης ιστορικών τεκμηρίων με σχολιασμούς που εντάσσουν στη συνάφειά τους τα τεκμήρια αυτά και συγχρόνως την υπερβαίνουν. Θα αναφέρω δύο ενδεικτικά παραδείγματα: την έκδοση των εκθέσεων των Βενετών Προνοητών της Ζακύνθου και την αλληλογραφία του Ανδρέα Μουστοξύδη με τον Αιμίλιο Τυπάλδο. Τούτη η εκδοτική πληρότητα δεν εξαντλεί βέβαια το εύρος των ενδιαφερόντων αυτού του προικισμένου και αυτοδημιούργητου προσώπου.
Ο Δημήτρης Αρβανιτάκης ανέσυρε παλιά προβλήματα και τα ανασηματοδότησε. Από αυτή την άποψη θα έλεγε κανείς ότι είναι ένας κοινωνικός ιστορικός των ιδεών. Προτάσσω το επίθετο «κοινωνικός» για να διευκρινίσω ότι ο Αρβανιτάκης δεν περιορίζεται στην έκθεση των ιδεών χωρίς να την εντάξει στην κοινωνικοοικονομική τους συνάφεια.
Ζακυθινός ο ίδιος, ασχολήθηκε με τη γενέτειρά του: από το Ρεμπελιό των Ποπολάρων ώς την Ελισάβετ Μουτσάν – Μαρτινέγκου και κυρίως τον Ανδρέα Κάλβο. Η Ζάκυνθός του δεν είναι μία νοσταλγία, αλλά ένας ιδεότυπος.
Τα Επτά Νησιά, μετά το χάσιμο της Κύπρου και της Κρήτης από τη βενετική κυριαρχία έγιναν η κύρια πλέον δυτική συνιστώσα της ελληνικής ιστορίας: βενετική κυριαρχία, γαλλικές κυριαρχίες, με το ενδιάμεσο της Επτανήσου Πολιτείας, βρετανική Προστασία. Πρόκειται για περίοδο όπου έγιναν πολλές πολιτισμικές ωσμώσεις, όπου δημιουργήθηκαν κοινωνικοί και οικονομικοί θεσμοί και κυρίως, ίσως και εκ των υστέρων μια πνευματική καθολικότητα με κύριο χαρακτηριστικό την παράλληλη ύπαρξη της ιταλοφωνίας και του ελληνικού λόγου στα γραπτά τεκμήρια της εποχής, είτε πρόκειται για λογοτεχνικές ή πρακτικές εκφάνσεις και παραπέρα μια δεύτερη επαφή πολιτισμών εκφραζόμενη στην οχυρωματική, στην πολεοδομία, στη ζωγραφική. Αυτό το πολύπλεγμα έγινε το αντικείμενο των ιστοριογραφικών ενδιαφερόντων του Δημήτρη Αρβανιτάκη.
Βεβαίως, οι Επτανήσιοι δεν έδρασαν μόνο στην Ιταλία, στην Αγγλία ακόμα και τη Γαλλία, εμμεσότερα στη Γερμανία και άλλους χώρους: το Δούναβη και τη Ρωσία.
Τον Αρβανιτάκη, ωστόσο, τον προσελκύει ο δυτικοευρωπαϊκός κόσμος, κυρίως η Ιταλία και η Αγγλία. Και πάλι θα τον αδικούσα αν περιοριζόμουν σ’ αυτές τις γενικότητες. Η καθολική παιδεία του Αρβανιτάκη τον φέρει σε επαφή με τον Παζολίνι, αλλά πριν απ’ όλα με τον Φόσκολο, και αυτός προϊόν της επτανησιακής ιταλότροπης ώσμωσης. Όχι όμως μόνο μ’ αυτούς. Ο Γιάννης Ρίτσος, αλλά και άλλοι τον σαγήνευσαν και αν ακόμη δεν έγραψε μια ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, νομίζω ότι κάποια στιγμή θα την γράψει. Θα την είχε, ήδη, αν όχι γράψει, τουλάχιστον σχηματοποιήσει εάν ακολουθούσε ακαδημαϊκό στάδιο και δίδασκε, λόγου χάρη το μάθημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας σε κάποιο πανεπιστήμιο.
Ωστόσο, ο Δημήτρης Αρβανιτάκης δεν επεδίωξε την ακαδημαϊκή, πανεπιστημιακή σταδιοδρομία, αλλά επέλεξε τη δυνατότητα που του προσφέρθηκε από το Μουσείο Μπενάκη να ασκήσει πολιτισμική στρατηγική και πολιτική. Αυτού του τύπου την στρατηγική δε θα μπορούσε να την πραγματώσει σ’ ένα ελληνικό πανεπιστήμιο ή σε ένα ελληνικό ερευνητικό κέντρο χαμηλοτάβανα το ένα και το άλλο.
Βεβαίως τη δυνατότητα της άσκησης αυτής της πολιτικής την επέτρεπαν οι ήδη υπονομευμένες δυνατότητες των χρόνων της ψεύτικης ευφορίας.
Ελπίζω ότι ο ίδιος θα αντέξει στους δύσκολους όρους της σημερινής οικονομικής υποδούλωσης.
Μιλήσαμε προηγουμένως για την ιστορία των ιδεών. Ένας από τους δρόμους που μας οδηγούσε σε αυτή είναι η ιστοριογραφία. Ο Αρβανιτάκης με τη μέθοδό του να ανασύρει και να ανασηματοδοτεί παλιά προβλήματα, έδειξε με τις εργασίες του τη μετάβαση μιας ιδιότυπης επτανησιακής ιστορίας σε μια εθνοκεντρική πλέον επτανησιακή ιστοριογραφία.
Είναι προφανές, ότι πρόκειται για μια αντιμετώπιση της ιδεολογίας με ιστορικούς όρους και με κριτήρια της ιστορικής μεθολογίας.
Είμαι σίγουρος ότι ο φίλος Δημήτρης, θα αντέξει αξιοποιώντας όσες δυνάμεις τού δίνουν οι ρίζες του οι οποίες στον ιστορικό χρόνο ήταν έξω από τα εξουσιαστικά συστήματα που με εξαιρετική σκληρότητα εδραιώθηκαν στην εποχή της βενετικής κυριαρχίας και επιβίωσαν, κάποτε γραφικά, όπως έδειξε και ο Διονύσιος Ρώμας, αλλά και ο εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας, μη εντασσόμενα πάντα στα τρέχοντα εξουσιαστικά συστήματα που, αν έχουν μεγαλύτερη οικονομική δύναμη από τα αντίστοιχα τζαντιώτικα, δεν έχουν τίποτα από την καλαισθησία και την ευγένεια που ανέκυψαν από τα τελευταία».