Ο Γ΄ τόμος του βιβλίου του Νίκια Λούντζη, με τίτλο “Ζακυνθινοί μουσουργοί, μουσικοί, μουσικολόγοι-Επτανησιακή Σχολή”, παρουσιάστηκε την περασμένη Παρασκευή στο Λόφο του Στράνη, από τον ίδιο τον συγγραφέα, καθώς και από τον συνθέτη, Ιάκωβο Κονιτόπουλο, ενώ το βιβλίο προλόγισε ο κ. Μελίτας από το Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων.
Να σημειωθεί ότι έχει προηγηθεί η παρουσίαση των δυο τόμων που αφορούν στην “Εκκλησιαστική και Κοσμική Μουσική (Λαϊκή), καθώς και στην “Κοσμική Μουσική (Έντεχνη)”.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στον πρόλογο του Μάρκου Δραγούμη για τον Α΄ τόμο, “Όμορφή και μεθυστική σαν τα ειδυλλιακά τοπία και τις ανοιξιάτικες μοσχοβολιές των Επτανήσων, γλυκιά και δροσερή σαν το κελάρυσμα των ρυακιών τους, η Ζακυνθινή μουσική μαζί με την Κερκυραϊκή έχει το μοναδικό προνόμιο να καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα που ξεκινάει από την ψαλμωδία, περνάει από το απλό αγροτικό τραγούδι και καταλήγει στα πιο πολυσύνθετα είδη της αρέκιας, της καντάδας και της σερενάτας.
Η Ζακυνθινή μουσική μπαίνει στην ιστορική της φάση το 1669, όταν καταφθάνουν στ’ ακρογιάλια του Τζάντε εκατοντάδες πρόσφυγες από την Κρήτη, που μόλις είχε κατακτηθεί από τους Τούρκους. Ένα από τα πιο πολύτιμα κειμήλια που μεταφέρουν οι Κρητικοί στη νέα τους πατρίδα είναι το εκκλησιαστικό μέλος.
Η Βυζαντινή μουσική επί Βενετών στην Κρήτη, αφού επηρεάστηκε από την Ιταλική, απέκτησε μια απόχρωση πιο απαλή, μια έκφραση πιο παθητική. Και με αυτή τη νέα της συγκερασμένη μορφή, μεταφυτεύτηκε στη Ζάκυνθο. Πρώτοι δάσκαλοί της, μεταξύ άλλων, υπήρξαν οι διαπρεπείς Κρητικοί συνθέτες Μοροτζάνες και Στριάνος. Η ακμή του κρητοζακυνθινού ή (πιο απλά) ζακυνθινού μέλους, διήρκεσε για περίπου δύο αιώνες. Και τώρα, τόσο αυτό, όσο και η κοσμική μουσική του νησιού, μη ευνοούμενες από τις περιστάσεις, υποχωρούν, όπως τόσα άλλα, στη ραγδαία ισοπεδωμένη εποχή μας.
Αλλά το τέλος τους τουλάχιστον, επισφραγίζεται με αυτή τη λαμπρή ιστορική μελέτη, που γράφεται από τον Νίκια Λούντζη, στο πρόσωπο του οποίου συνδυάζονται η ένθερμη αγάπη για το εξιστορούμενο και η σοβαρότητα και η ευρυμάθεια ενός άξιου ιστορικού.