Της Μαρίας Ρουσέα
Σήμερα, 12 Αυγούστου 2010 … 12 Αυγούστου 1953 … ακόμα ένας χρόνος μας απομακρύνει από την «αποφράδα ημέρα», έτσι βυθίζεται στο απώτερο παρελθόν εκείνη η Ζάκυνθος, η προ των σεισμών του 1953.
Ποιος την ξέρει; Οι άνθρωποι που γεννηθήκανε από το 1953 και μετά; Ακόμη και οι άνθρωποι που είναι σήμερα 57 χρονών;
Τα ΕΘΙΜΑ έγιναν «Τουριστική ATTRACTION», εκδηλώσεις FOLKLOR, για να διασκεδάσουν οι τουρίστες. Το «πάμε να πιάσουμε τη μαλλιαρή», στις 12 το βράδυ της 1ης Αυγούστου, έγινε από τον «ξεναγό» ΥΠΟΒΡΥΧΙΟΣ ΛΙΘΟΣ!!! Και πριν από το σήμαμα τση καμπάνας του Αγίου για τη Δεκαπενταυγουστιάτικη νηστεία επαίχτηκε, στο πλάτωμα του Αγίου – αφού βεβαίως παραμερίστηκαν για λίγο οι αντιαρματικές οχυρωματικές γλάστρες, οι λεγόμενες «ζαρντινιέρες», «ΟΜΙΛΙΑ»!!!!
Γιατί, καλοί μου Άνθρωποι, Ζακυνθινοί μου. Τότε, άλλοτε, οι «Ομιλίες» παίζονταν μόνο τα καρναβάλια ή σε ειδικά Συνέδρια κ.λ.π. Όχι και έξω από την εκκλησία, την ώρα που οι καλόγηροι ψάλανε τα δικά τους και ακούγονταν από τα μεγάφωνα…
Πριν 40 χρόνια περίπου, εμπήκα στο μπακάλικο του Φουρνογεράκη, στο Γιοφύρι, για να ψωνίσω. Πίσω από την μπανκάδα, ήτανε ο Νικολόπουλος, ο πατέρας, εκστασιασμένος, με ονειροπόλο βλέμμα, άκουγε ένα τραντζιστοράκι που το είχε ακουμπισμένο δίπλα στη ζυγαριά και τα μαχαίρια του – «Ναμπούκο, κυρία Μπάρμπα μου, Ναμπούκο.» μου είπε.
Αυτός ήτανε ο Πολιτισμός στη Ζάκυνθο που κρατούσε ακόμα κάμποσα χρόνια, μετά τους σεισμούς του 1953. Εκείνος ο Πολιτισμός που ο μπακάλης θα σου πρόσφερε μαζί με το χοιρομέρι και την πρέτζα και μία γαρδένια ή βασιλικό ή λουΐζα ή γκραντούκα ή ένα ματσάκι μπουγαρίνια…
Σήμερα, έχουμε τον Πολιτισμό του τουρισμού. Χιονοστιβάδα που παρασέρνει τα ιερά και τα όσια, παρασέρνει κάθε φυσική ομορφιά και την ισοπεδώνει.
Αφού και το Υπουργείο Πολιτισμού έγινε «Πολιτισμού και Τουρισμού, « για να σημαδέψει ακριβώς τον προορισμό του… Όπως και το Υπουργείο ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ έγινε «…. Δια Βίου ΜΑΘΗΣΗΣ» … για να βγάζει συνταξιούχους φοιτητές που κατοικοεδρεύουν στα «κατειλημμένα πανεπιστημιακά άσυλα»…
Μέσα από έναν τερατώδη όγκο διαφόρων «πολιτιστικών εκδηλώσεων» δεν ακούστηκε ούτε μια φωνή, κανείς δεν αναζήτησε το γιατί σταμάτησε το Περιοδικό «ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ» του Διονύση Βίτσου, γιατί σταμάτησαν τα «ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΑ ΦΥΛΛΑ» του Διονύση Σέρρα, γιατί αφανίστηκε μέσα στη σιωπή και το σκοτάδι η «ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΖΑΚΥΝΘΙΑΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ».
Κι όμως η Ζάκυνθος ελπίζει σε μια Αναγέννηση. Ελπίζει σε κάτι καινούριο που έρχεται μαζί με τα Παιδιά μας. Κάτι Καινούριο. Το προζύμι υπάρχει και μόνο τα ονόματα, τις ηλικίες, τις σπουδές να δεις και το ενδιαφέρον που έχουνε για τη Ζάκυνθο, τις μελέτες σε όλους τους τομείς, τις ανακοινώσεις, τα δημοσιεύματα, τις έρευνες, τις εργασίες. Φτάνει να γίνει μπορετό να ξεπεραστεί με κάποιον τρόπο η εσωστρέφεια, να μην κλεινόμαστε στον χρυσελεφάντινο πύργο μας. Να υπάρξει μία συνομιλία, κάποιος συνδετικός κρίκος.
Ναι, υπάρχει ελπίδα για ένα νέο Πολιτισμό στην Αγαπημένη μας Ζάκυνθο.
Ο σεισμός
του Διονύση Α. Ζήβα
Το καλοκαίρι του ’52 είδα για τελευταία φορά τη Ζάκυνθο, πριν από το σεισμό. Ήταν το τελευταίο καλοκαίρι των σπουδών μου, ανάμεσα στο τέταρτο και το πέμπτο έτος του Πολυτεχνείου, κι η έγνοια μου ήταν να συγκεντρώσω τα στοιχεία που μου ήταν απαραίτητα για να ετοιμάσω και να παρουσιάσω, τη χρονιά που θα ξεκινούσε το Σεπτέμβρη, την εργασία που μου είχε ήδη εγκρίνει ο καθηγητής μου: «Η αρχιτεκτονική και η τυπολατρία των κωδωνοστασίων». Κι εγώ, όπως καταλαβαίνετε, φιλοδοξούσα ένα μέρος της εργασίας να αναφέρεται στα καμπαναριά της Ζακύνθου. Κι έπρεπε να βάλω και τα δυνατά μου, γιατί ο καθηγητής δεν αστειευότανε.
Εξοπλισμένος, λοιπόν, με όλα τα αναγκαία – χαρτιά, μολύβια, μέτρα και τα συναφή – σχεδίαζα, μετρούσα, σημείωμα, φωτογράφιζα, μιλούσα με όσους με εύλογη περιέργεια με ρωτούσαν, έπαιρνα πληροφορίες κι εξηγούσα, με τη σειρά μου, τι έκανα. Νομίζω πως δυο – τρεις φορές τουλάχιστον οι εξηγήσεις που έδινα έγιναν αφορμή να φανεί στα πρόσωπα των συνομιλητών μου μια έκδηλη ικανοποίηση. Οι απαντήσεις του νεαρού σπουδαστή ήταν φανερό πως επιβεβαίωναν τη δικαιολογημένη περηφάνια τους για την εκκλησία και το καμπαναριό της γειτονιάς τους. Και ήταν αδύνατο φυσικά να φανταστεί κανείς εκείνη τη στιγμή πως ένα χρόνο αργότερα όλα αυτά τα θαυμάσια πράγματα, οι εκκλησίες, τα σπίτια, τα καμπαναριά, που βρίσκονταν γύρω μας, θα είχαν μεταβληθεί σε άμορφα ερείπια.
Όπως κάθε καλοκαίρι, έτσι και τότε, το καλοκαίρι του ’52, μέναμε έξω, στο χτήμα. Το σπίτι του νόνου μου στη Χώρα, καθώς εκείνος δεν το χρησιμοποιούσε πια εδώ και κάμποσα χρόνια, ήταν νοικιασμένο. Έτσι, λοιπόν, κι εγώ έπρεπε να κατεβαίνω κάθε πρωί με το λεωφορειάκι του Μπούζη, να κάνω ό,τι μπορούσα και να γυρίζω αργά το μεσημέρι πάλι πίσω. Κι επειδή αυτό δε βοηθούσε καθόλου, έμενα συχνά τα βράδια στη Χώρα, φιλοξενούμενος σ’ ένα φιλικό σπίτι στους Άγιους Σαράντες.
Ήταν μεγάλο δώρο αυτές οι διανυκτερεύσεις στη Χώρα. Μου έδιναν άνεση χρονική για τη δουλειά μου, αλλά μου επέτρεπαν ακόμη και την άσκοπη περιπλάνηση στους δρόμους και τα καντούνια της πόλης, τη συνεχή παρατήρηση, την αφομοίωση των διαφορετικών εικόνων, τις διαφορετικές ώρες. Το βράδυ, καθώς έγερνα να κοιμηθώ, μπορούσα να αναπολώ τις εικόνες της ημέρας και να σχεδιάζω την επομένη.
Το θυμάμαι σαν και χθες το πλάτωμα των Αγίων Σαράντα. Με τα διώροφα σπίτια ένα γύρω, τις καμάρες, την εκκλησία και το καμπαναριό, το σπίτι του Αμπελοράβδη και το καντούνι που έβγαζε στη Στράτα Μαρίνα, με τους μαγαζάτορες να διαλαλούν την πραμάτεια τους, με τις προοπτικές της Πλατείας Ρούγας και της Κάτου Μερίας, με όλην εκείνη τη μαγεία της σταματημένης στο χρόνο αρχιτεκτονικής που κατάφερε ωστόσο ν’ αποτελεί το στοργικό κέλυφος μιας ζωντανής κοινωνίας. Και την έκφρασή της συνάμα σ’ εκείνο το τόσο διαφορετικό «σήμερα». Ας είναι. Θα πω ετούτο μόνο. Πως όταν, πολλά χρόνια αργότερα, άκουσα τα βήματα ενός νυχτερινού διαβάτη στο καντούνι που περνάει στο πλάι του Ελληνικού Ινστιτούτου της Βενετίας, ενόμισα πως άκουγα βήματα στο πλάτωμα των Αγίων Σαράντα.
Η δουλειά για τα καμπαναριά μού πήρε σχεδόν όλο τον Αύγουστο. Έτσι είχα όλο το χρόνο να περπατήσω από τη μιαν άκρη της πόλης μέχρι την άλλη, από τον Άγιο Λάζαρο μέχρι την Αγία Τριάδα και μέχρι το Κρυονέρι. Είχα όλο το χρόνο να δω και να ξαναδώ τα καμπαναριά της Φανερωμένης, των Αγίων Πάντων, της Πικριδιώτισσας και όλα τα άλλα. Να εκτιμήσω την αρχιτεκτονική τους ποιότητα αλλά και την κατασκευαστική, τη δομική τους αρτιότητα, αυτή που τα έκαμε, τα περισσότερα, ν’ αντέξουν, έστω και βαρύτατα τραυματισμένα, το σεισμό του ’53. Κι ακόμη να εκτιμήσω τη σημασία τους ως στοιχείων συστατικών αυτού του ιδιότυπου πολιτισμού που άνθησε στη Ζάκυνθο και στ’ άλλα νησιά του Ιονίου τους τελευταίους αιώνες. Τότε ήταν που άρχισαν να διαμορφώνονται και οι πρώτες, ασαφείς ακόμη, σκέψεις για την ανάγκη μιας συνολικής μελέτης για την αρχιτεκτονική της Ζακύνθου.
Όταν έγινε η συφορά, εγώ είχα τελειώσει το Πολυτεχνείο και υπηρετούσα. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να διαβάζω εφημερίδες και ν’ ακούω ραδιόφωνο. Αυτό κάναμε όλοι μας. Κανείς ωστόσο στο σπίτι δεν ήθελε να πιστέψει την αλήθεια. Κανείς μας δεν πίστευε πως όλα είχαν γίνει στάχτη. Το παραδεχτήκαμε σιγά – σιγά, καθώς βλέπαμε τις φωτογραφίες στις εφημερίδες, καθώς διαβάζαμε τις συγκλονιστικές ανταποκρίσεις, το παραδεχτήκαμε όταν άρχισαν να φθάνουν και οι πρώτοι γνωστοί και φίλοι, αλλόφρονες, όταν άρχισαν να διηγούνται τα καθέκαστα, κι όταν γύρισε ο πατέρας μου που μπόρεσε, όπως μπόρεσε, να πάει να δει τι γινότανε ο νόνος μου.
Μπόρεσα να ξαναβρεθώ στη Ζάκυνθο, το Σεπτέμβρη του 1954. Κι έπιασα να πηγαίνω και πάλι από τη μια άκρη στην άλλη, να φωτογραφίζω τα τραυματισμένα καμπαναριά μου ή τ’ απομεινάρια τους, να προσπαθώ να ξαναβρώ τους δρόμους και τα πλατώματα, να προσανατολιστώ, να ανασυνθέσω κάτι από τις εικόνες που είχα έντονες στη μνήμη μου.
Ήταν μια δοκιμασία πραγματικά μοναδική και αναπάντεχη. Τα ελάχιστα απομεινάρια, οι κόγχες των ιερών μερικών εκκλησιών ή τα ερείπια των καμπαναριών τους, κάποια πολύ χαρακτηριστικά ίχνη δρόμων που ήδη οι μπουλντόζες είχαν ανοίξει, όπως η διχάλα στον Άγιο Παύλο για παράδειγμα ή το πλάτωμα των Αγίων Σαράντα που πολύ καλά το γνώριζα, αποτελούσαν ασφαλώς κάποια σημεία αναφοράς. Όμως, την ίδια στιγμή, η καταστροφή του συνόλου του ιστού της πόλης, η απουσία όλων εκείνων των διαφορετικών αλλά και αναπόσπαστα δεμένων μεταξύ τους στοιχείων που συντιθέμενα συγκροτούν ένα ζωντανό οικιστικό σύνολο, τα σπίτια, οι άνθρωποι, οι ήχοι, τα χρώματα, οι μυρωδιές δημιουργούσαν μιαν εικόνα σχεδόν εξωπραγματική. Η κλίμακα είχε αλλάξει, οι διαστάσεις είχαν χάσει τη σημασία τους. Μόνο ένας ήλιος αδιάφορος, ένα φως ίδιο παντού, χωρίς ημίφωτα και σκιές, είχε μείνει να φωτίζει εκείνο το μοναδικό τοπίο κι εμένα, το μοναδικό βουβό περιπατητή.
Κάποτε αποφάσισα πως έπρεπε να βρω το σπίτι του νόνου μου. Εστάθηκε αδύνατο. Ήξερα φυσικά την περιοχή. Κάπου ανάμεσα στην Υπαπαντή και τον Άι Γιώργη βρισκόταν. Ένα γωνιακό διώροφο σπίτι, μέτριου μάλλον μεγέθους, με μαγαζί στο ισόγειο, τη σκάλα, κι απάνου την κατοικία στον όροφο και μια μικρή αυλή. Αναγκάσθηκα να ζητήσω τη βοήθεια της φιλικής οικογένειας από τους Άγιους Σαράντες. Και πήγαμε πράγματι μαζί. Και κάποια στιγμή, καθώς περπατούσαμε σιωπηλοί ανάμεσα στους σωρούς από τα χαλάσματα που βρίσκονταν μεριά κι άλλη στο δρόμο, η φίλη που με συνόδευε σιγάνεψε το βήμα της, με έπιασε μαλακά από το χέρι, σταμάτησε, μου έδειξε έναν από τους σωρούς και που είπε πολύ απλά «Εδώ ήτανε…».
Σημείωση: Ήταν ο αείμνηστος καθηγητής της Αρχιτεκτονικής στο Πολυτεχνείο, Παναγιώτης Μιχελής
Τα κείμενα προέρχονται από το τεύχος 52 του «Περίπλους», «Αφιέρωμα, Ζάκυνθος 1953 – 2003, Πενήντα χρόνια από τους σεισμούς»
Μορφές και κείμενα
Ο Νικόλαος Α. Βαρβιάνης γράφοντας στον Λεωνίδα Χ. Ζώη από τη σεισμόπληκτη Ζάκυνθο
Δύο ανέκδοτες επιστολές του
Πρόσωπα γνωστά της αλλοτινής Ζακύνθου, ο ιστοριοδίφης και λεξικογράφος Λεωνίδας Χ. Ζώης (1865 – 1956) και ο λόγιος, φαρμακοποιός και δραστήριος πολιτιστικός παράγοντας του νησιού Νικόλαος Αντ. Βαρβιάνης (1898 – 1980), υπήρξαν στενοί φίλοι, συνεργάτες και αλληλογράφοι, διακρινόμενοι και οι δύο για τη βαθύτερη αγάπη και φροντίδα τους προς το Ζακυνθινό παρελθόν, την πολιτιστική παράδοση του τόπου και τη διάσωση ή τη δημιουργία κάθε πνευματικού ή καλλιτεχνικού κ.ά. στοιχείου, σημαντικού για την «ταυτότητα» της γενέθλιας γης του Φώσκολου, του Κάλβου, του Σολωμού…
To γεγονός της καταστροφής της Ζακύνθου από τους σεισμούς και τη φωτιά, τον Αύγουστο του 1953, σημάδεψε καίρια όχι μόνο την πορεία τής ιδιαίτερης πατρίδας των δύο πιο πάνω προσώπων αλλά και την ψυχή, τη σκέψη και τη γραφή τους (όπως και πολλών άλλων θαυμαστών της τοπικής ιστορίας και ζωής). Σχετικές αναφορές υπάρχουν και σε σωζόμενες επιστολές του Ν.Α. Βαρβιάνη προς τον Λ.Χ. Ζώη, δύο από τις οποίες παρουσιάζονται στη συνέχεια (με ημερομηνίες 30.12.1954 και 1.11.1955) προερχόμενες από τα κατάλοιπα του δεύτερου. Οι επιστολές είναι χειρόγραφες, συνταγμένες με τον προσωπικό τρόπο (ως προς τη γλώσσα, τη σύνταξη, την έκφραση κτλ) του συντάκτη – αποστολέα τους και μας μεταφέρουν παραστατικά στο μετά την καταστροφή οικτρά «ρημαγμένο» / ισοπεδωμένο τοπίο της Τζαντιώτικης πολιτείας, όπου άλλοι – σαν τον Ν. Α. Βαρβιάνη – αγωνίζονταν σκληρά να διασώσουν ό,τι μπορούσαν και να φτιάξουν κάτι σωστό σύμφωνο με το πολιτιστικό «πρόσωπο» της Ζακύνθου, και άλλοι – σαν κάποιους αμαθείς, απαθείς ή άσχετους παράγοντες – συνέβαλαν παντοιοτρόπως στη συμπλήρωση της μεγάλης καταστροφής, στην πλήρη αλλοίωση των χώρων και της μορφής «σημείων» άξιων σεβασμού, προστασίας, αναστήλωσης κτλ.
Οι δύο αυτές επιστολικές γραφές τού μ’ ενδιαφέροντα πολιτιστικά και ζακυνθινοκεντρικές πρωτοβουλίες και ενέργειες Ν.Α. Βαρβιάνη αναβιώνουν, λίγο – πολύ, τον «κόσμο» των δύο φίλων – αλληλογράφων, τις συναισθησίες, τις τότε ασχολίες τους, τις προσπάθειές τους, τις καταστάσεις που αντιμετώπιζαν… Κι ακόμη, σχετίζονται με πρόσωπα και γεγονότα της δύσκολης εκείνης πρώτης μετασεισμικής περιόδου, οπότε οι αντιξοότητες και τα προβλήματα κάθε λογής ορθώνονταν σχεδόν αποτρεπτικά για όσους έβλεπαν τα διάφορα ζητήματα με άλλη οπτική και διάσταση (όπως π.χ. τα σχετικά γύρω από τον τάφο του Εθνικού μας Ποιητή).
Μνημονεύοντας τιμητικά και τον πολύτιμο Λ.Χ. Ζώη και τον αξιέπαινο Ν. Α. Βαρβιάνη (στα 30 χρόνια, εφέτος, από τον θάνατό του) και τον έμμεσα «παρόντα» (λόγω των Επτανησιακών Φύλλων) Ντίνο Κονόμο (1918 – 1990) – στα 20χρονα της δικής του αιώνιας «φυγής» -, παραθέτουμε ακολούθως τις δύο αυτές επιστολές, σύμφωνα με την ιδιόγραφη από τον Βαρβιάνη μορφή τους.
Η δημοσίευση γίνεται με παράλειψη λίγων δυσανάγνωστων λέξεων (από το τέλος της β’ επιστολής, χωρίς να επηρεάζεται το περιεχόμενο), με κάποιες επιβαλλόμενες ορθογραφικές διορθώσεις, με τη χρήση – δυστυχώς – του μονοτονικού και χωρίς τις όποιες φιλολογικοκριτικές, ιστορικές, βιβλιογραφικές ή άλλες πραγματολογικές σημειώσεις, εξηγήσεις ή αναφορές.
Περιοριζόμαστε, αναγκαστικά, σε μια απλή παρουσίαση, μ’ αφορμή τη συμπλήρωση 57 χρόνων από τη σε όλα σχεδόν τα επίπεδα καταστροφική ή ανατρεπτική και αλλοτριωτική θεομηνία του 1953. Κι αυτό, με συνεχιζόμενη πάντοτε την περισσή απάθεια, την αμάθεια ή την άγνοια και τη λήθη των πολλών – αρμοδίων και μη – αλλά και τον επίμονο αγώνα κάποιων γύρω από τις εύηχες πολιτιστικές «φωνές» και ανάγκες τού Χθες και του Σήμερα!
Διονύσης Σέρρας
Ιούλιος – Αύγουστος 2010
[Α΄]
Από τη ρημαγμένη Ζάκυνθο 30/12/1954
Σεβαστέ μου και αγαπητέ μου φίλε κ. Ζώη.
Σε σας, που με το πνεύμα σας και με την πένα σας, δίνετε στα καϋμένα αυτά απομεινάρια της αγαπημένης μας Πολιτείας διαρκή ζωή, σας στέλλω με τη(ν) αγαπητή μας Κατινούλα (αξιότατον μεταφορέα) τα ιερά αυτά λείψανα του άτυχου νησιού μας για φυλαχτό.
Αι σκέψεις μας, μέσα στο απέραντο χωράφι που ζούμε της άλλοτε μεγάλης μας αγαπημένης Πολιτείας, που κάθε μέρα μεγαλώνει, και μέσα στο πόνο μας το(ν) αγιάτρευτο, γονιμοποιούμε τη(ν) ανάγκη, για ένα μεγάλο χρέος, να απαθανατίσουμε και να ξαναστήσουμε στα ερείπια, τα λίγα μνημεία και έργα που εμείνατε, τα γνωστά αυτά σύμβολα της Επτανησιακής μας παραδόσεως για τη(ν) Ιστορική της συνέχεια, χωρίς παρεκκλίσεις και νεωτερισμούς. //
Σ’ αυτό ζητάμε τη πολύτιμη βοήθειά σας, και ευχόμεθα ο Θεός και ο Άγιος Προστάτης μας να σας χαρίζει υγεία και κάθε ποθητό.
Έδωκα τη κριτική, δεν μου την εδιάβασαν. Συγχρόνως είπα για να Σας σταλλούν τα βιογραφικά σημειώματα.
Ο Παυλάκης είχε απάντησι από το διευθυντή των Ε.[πτανησιακών] Φ.[ύλλων], δυστυχώς δεν έχει το 1ον φύλλον διότι εξετυπώθη στη Ζάκυνθο το πρώτο και του εκαήκανε όσα είχε από το 1ον φύλλον, σπίτι του.
Μαζύ με τα απομεινάρια που σας στέλλλω, εσωκλείω και 3 κάρτες ανάλογες από το καθένα προσεισμικά.
1)Του τέμπλου της Φανερωμένης
2)Του Δημ.[οτικού] Ωρολογίου
3)Του μεγάρου Κομούτου
απ’ όπου προέρχεται το καθένα των στελλομένων.
Σπίτι[;] σας τις ευχές μας.
Σας φιλώ Νίκος
[Β΄]
Ζάκυνθος τη 1/11/1955
Σεβαστέ μας και αγαπητέ μας φίλε.
Λαβαίνω τις εφημερίδες που έχετε την καλοσύνη να μας στέλλετε, και με τον Νιόνιο συνεννοούμενοι σας στέλλομεν στη νέα σας διεύθυνση ό,τι έντυπο βγαίνει.
Όπως θα διαβάζετε, και πολλά θα καταλαβαίνετε κτυπιόμαστε, σ’ όλα τα ζητήματα που άστοργα ακολουθούνε τη δυστυχισμένη πατρίδα μας μετασεισμικά. Μου προσετέθη και η Επιτροπή του Εορτασμού της 100δος του Σολωμού, τυπώνουμε και θα σας στείλω άμα εκτυπωθή τα της πρώτης συνεδριάσεως της Επιτροπής. Αλλά πολύ αγωνιστήκαμε με το ζήτημα του Παντοκράτορος και του Μνημείου του Σολωμού, που θα εγίνετο Καφενείο με κολόνες… Αλλά πόσα στομάχια, πόσα τρεξίματα, τι κόπους ετραβήξαμε μέχρι (να) το αποτρέψουμε. Ετηλεγραφήσαμε και στο Πρωθυπουργό ακόμη, εγώ // και ο Μαράκης [Μαρίνος Σιγούρος]. Όσον αφορά τους αυτουργούς, περνάνε με μακαριότητα, αδιαφορία και με σχετική αμάθεια.
Θα τα εκθέσουμε στο βιβλίον που εκτυπώνουμεν.
Καμιά κατανόησι από τους αρμοδίους, μας θεωρούν τρελλούς και σχιζοφρενείς, ότι απασχολούμεθα με τέτοια ζητήματα. Καταλάβετε σε τι χρόνια και περιστάσεις ζούμε… Σας έγραφα και σας παρεκάλεσα να μου γράψετε ό,τι γνωρίζετε, σχετικό με τον Άγιο Νικόλα του Μώλου, που ήτο φανός, και εκπλήρωναν τα πρώτα ανεπίσημα φαρικά οι ναυτιλόμενοι. Νομίζω ότι υπήρχε και για εικόνα στο Μουσείο που εκάηκε το διάταγμα του προβλεπτού, με τη(ν) εικόνα του Αγίου Νικολάου του Μώλου επάνω. Θα κάμω μια έκκλησι στη(ν) εταιρία αυτομάτων φάρων, μήπως φτιάση το κωδωνοστάσιο και τη(ν) εκκλησία του Μώλου. Καίτοι παρακαλέσαμε το(ν) υπουργό κ. Σπέντζα, και μας υπεσχέθη ότι θα φροντίση δια να γίνη Μητρόπολη, προσωρινή…
Εκτός τούτου σας παρακαλώ να μου γνωρίσετε πού έχετε γράψει, ή είναι γραμμένο περί των Κρητών εν Ζακύνθω, πού κατέφυγαν, πρόσφυγες, τα ονόματα, δράσι, τέχνην Κρητικήν, κ.ά. που έχετε γράψει, διότι φίλος εξ Αθηνών μου ζητάει πληροφορίας. Προσπαθώ μήπως πεταχθώ για καμιά εβδομάδα εις Αθήνας, αν τα καταφέρω.
Στη Κυρία σας τα δέοντα, από όλους, όλους χαιρετισμούς· πόσο όλη τη(ν) ώρα σας αναζητάμε, για τόσα, τόσα. […]
Σας φιλώ
Νίκος
Οι αρμόδιοι αντί διαμαρτυριών για το τάφο του Σολωμού, έδιναν την λύσι να μεταφέρουμε αλλού το τάφο!!! Σαν να πρόκειται περί περιπτέρου μικροπωλητού. Είδαμε και επάθαμε να τους κάνουμε να διαμαρτυρηθούν και να κατανοήσουν.
Ο ίδιος