Με ιδιαίτερη χαρά πήραμε και παρουσιάζουμε το επιστημονικό πόνημα του συμπατριώτη μας, Αναπληρωτή Καθηγητή ΑΤΕΙ Πειραιά και Ειδικού Επιστήμονα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή και Δικηγόρου στον Άρειο Πάγο και Συμβούλιο της Επικρατείας, Δημητρίου Δ. Στράνη, με τίτλο «Το δημόσιο δίκαιο στο εργατικό δίκαιο του 21ου αιώνα» – Ιδιωτικό ή και δημόσιο δίκαιο, από τις Εκδόσεις Σάκκουλα και στη σειρά υπό την διεύθυνση: Β.Σκουρή, Α.Τάχου, Δ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου.
Το βιβλίο του Δημητρίου Στράνη πραγματεύεται ένα διαχρονικό ζήτημα που είναι η δημοσίου δικαίου διάσταση του εργατικού δικαίου. Το εργατικό δίκαιο παραδοσιακά θεωρείται ότι εντάσσεται στο ιδιωτικό δίκαιο και ότι αποτελεί αποσπασθέντα κλάδο του ιδιωτικού δικαίου. Και τούτο παρόλον ότι δεν παραλείπεται να αναγνωρίζεται ότι εμπεριέχει και στοιχεία δημοσίου δικαίου. Το προκύπτον από το βιβλίο είναι ότι το εργατικό δίκαιο δεν πλαισιώνεται απλώς από κάποια δημοσίου δικαίου στοιχεία αλλά στην πραγματικότητα εμφορείται από έναν «συστηματικό δυαδισμό», δηλαδή έχει δύο περιοχές, ή δύο πλευρές, μιαν ιδιωτικού δικαίου και μιαν δημοσίου δικαίου, που συναρθρώνονται κατά ένα τέτοιο τρόπο που δεν είναι δυνατό να θεωρείται ότι απορροφά η μία την άλλη και ούτε βέβαια ότι είναι αποσυναρτημένες η μία από την άλλη.
H πρόσφατη μεγάλη παγκόσμια οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση αναδεικνύει αναμφίβολα ακόμη περισσότερο την δημοσίου δικαίου διάσταση του εργατικού δικαίου και την σύγχρονη προς «δημοσιοποίηση» τάση του. Αυτό καθιστά αναμφίβολα εξαιρετικά επίκαιρη την σημασία του βιβλίου.
Η ευελιξία, ως συνειδητή έλλειψη στοιχειωδών θεσμικών περιγραφών και δεσμεύσεων και τάση απαγκίστρωσης και από θεμελιώδεις ακόμη αρχές και κανόνες, που θεωρήθηκε αρχικά από ορισμένους ότι αποτελεί αποτελεσματική μεθοδολογική στάση για την αντιμετώπιση κάθε ειδικότερου σύγχρονου προβλήματος στον τομέα των σχέσεων εργασίας, άρχισε να αμφισβητείται. Μετά την εκδήλωση της κρίσης αμφισβητήθηκε όμως γενικότερα και πολύ εντονότερα η δυνατότητα των επιχειρήσεων και της εργοδοτικής πλευράς να οδηγούνται σε καταστρατηγήσεις των θεμελιωδών επιστημονικών και κοινωνικών κατακτήσεων στην περιοχή του εργατικού δικαίου. Γενικότερα αμφισβητείται η άφεση στους μηχανισμούς της αγοράς και στην αυτορρυθμιστική της δράση, η οποία θεωρήθηκε ως πανάκεια για την επίλυση κάθε οικονομικού και κοινωνικού προβλήματος. Επανήλθε έτσι η ανάγκη της παρεμβατικής δράσης του κράτους η οποία μάλιστα πλέον δεν διακρίνεται για την αυστηρή επικουρικότητά της ενσχέσει με την μη κρατική δράση, εφόσον οι διαμορφούμενες συνθήκες επιβάλλουν στο κράτος να λάβει ενεργητικότερες πρωτοβουλίες.
Η εργασιακή ανασφάλεια που απλώθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο με την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων της οικονομικής κρίσης, έθεσε σε αμφισβήτηση τους μηχανισμούς της παγκοσμιοποίησης και ακόμη έθεσε επιτακτικά την ανάγκη της καθιέρωσης παρεμβατικών μηχανισμών όχι με αποκλειστικά εθνικό αλλά και με υπερκρατικό και διεθνή χαρακτήρα .
Ενώ όμως το βιβλίο συμβάλλει στην τοποθέτηση ενός ζητήματος με ιδιαίτερα οξεία σήμερα κοινωνική διάσταση και σημασία, συμβάλλει και στην εμβάθυνση της περιορισμένης μέχρι σήμερα σχετικής συζήτησης στο πεδίο της νομικής επιστήμης.
To βιβλίο προλογίζει ο Καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου Κώστας Χ. Χρυσόγονος στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο οποίος επισημαίνει αποτιμώντας και την σημασία του βιβλίου: “… ο Δημήτριος Στράνης εξετάζει το διαχρονικό ζήτημα της σχέσης μεταξύ δημοσίου και εργατικού δικαίου, εστιάζοντάς το ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι το εργατικό δίκαιο δεν διέπεται απλώς από ορισμένα στοιχεία δημοσίου δικαίου, αλλά αντίθετα συμπεριλαμβάνει δύο εξίσου σημαντικές πλευρές, αυτή του ιδιωτικού και αυτή του δημοσίου δικαίου. Η εν λόγω θέση του συγγραφέα υπερβαίνει τη συζήτηση σχετικά με το εάν το εργατικό δίκαιο εντάσσεται αποκλειστικά στον έναν ή τον άλλο κλάδο δικαίου, υποστηρίζοντας ακριβώς την ιδιαίτερη διττή φύση του.
Ορθώς από μεθοδολογικής σκοπιάς επιχειρείται αρχικά η οριοθέτηση του δημοσίου από το ιδιωτικό δίκαιο, μέσω της παράθεσης των διαφορετικών θεωρητικών αφετηριών και κριτηρίων. Στην ανωτέρω διάκριση άλλωστε εδράζεται κατά κύριο λόγο η πεποίθηση του συγγραφέα ότι το εργατικό δίκαιο μετέχει εντονότερα του δημοσίου δικαίου από ό,τι του ιδιωτικού δικαίου.
Πιο αναλυτικά, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τόσο συστηματικής -μεθοδολογικής όσο και ουσιαστικής φύσης επιχειρήματα, προκειμένου να αποδείξει την σύγχρονη τάση του εργατικού δικαίου να «δημοσιοποιείται». Στην πρώτη κατηγορία θα μπορούσαν να ενταχθούν αυτά που αντλούνται από την έλλειψη κωδικοποίησης, ως στοιχείο και των δύο εξεταζόμενων κλάδων δικαίου, καθώς και από την φύση του πειθαρχικού δικαίου, των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και των κανονισμών εργασίας. Επίσης, συστηματικής – μεθοδολογικής υφής είναι και τα επιχειρήματα που αντλούνται από την οικοδόμηση του “διοικητικού εργατικού δικαίου” με αμιγώς διοικητικού δικαίου διατάξεις, όπως και από την παρόμοια λειτουργία του εθίμου και την ελλειμματική προσήλωση στους τύπους, χαρακτηριστικά που διαπιστώνονται και στους δύο επίμαχους κλάδους δικαίου.
Τα ουσιαστικού χαρακτήρα επιχειρήματα του συγγραφέα προς επίρρωση της θέσης του αφενός για τη διττή φύση του εργατικού δικαίου και αφετέρου για την τάση “δημοσιοποίησης” του τελευταίου θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως εξής: η κοινωνική στόχευση του εργατικού δικαίου, η αναγωγή της προστασίας του εργαζομένου σε λόγο δημοσίου συμφέροντος, η θεώρηση της κοινωνικής ασφάλισης υπό την ευρεία έννοια ως “δημόσιας υπηρεσίας”, καθώς και η πρωτοκαθεδρία των αναγκαστικών και των συνταγματικών κανόνων εν γένει στο εργατικό δίκαιο καταδεικνύουν τόσο την δυαδικότητα όσο και την ιδιαιτερότητά του.
Ο συγγραφέας με το έργο του αυτό συμβάλλει σημαντικά στην εμβάθυνση της ομολογουμένως περιορισμένης θεωρητικής συζήτησης, στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης, αναφορικά με το ζήτημα της αλληλεξάρτησης εργατικού και δημοσίου δικαίου. Έτσι επιβεβαιώνει από την δική του οπτική γωνία την ευρύτερη σύγχρονη τάση σχετικοποίησης των αυστηρών διαχωριστικών γραμμών μεταξύ των διαφορετικών κλάδων δικαίου, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης του δικαίου”.
Το βιβλίο βασίζεται στην εγχώρια και αλλοδαπή θεωρία, καθώς και στην νομολογία και επιδιώκει την ανάπτυξη ενός δημιουργικού διαλόγου πάνω στο θέμα του. Απευθύνεται στους νομικούς της θεωρίας και της πράξης τόσο του δημοσίου όσο και του εργατικού δικαίου, στην πολιτεία και τα αρμόδια όργανά της, αλλά και στους εργοδότες, τους εργαζόμενους και τα συνδικάτα και επιδιώκει να επαναορίσει τη θέση του εργατικού δικαίου συστηματικά, σε μια εποχή που υπάρχει έντονος προβληματισμός για τη σημασία και την κατεύθυνσή του.