Ο Τώνης Λυκουρέσης, μετά το θρίαμβο της τελευταίας του ταινίας «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους», επιστρέφει στη γενέτειρά του και αλλάζει μοτίβο, σκηνοθετώντας, για λογαριασμό της Θεατρικής Σκηνής Ζακύνθου, το έργο του Εντουάρντο ντε Φιλίππο «Αχ! Αυτά τα Φαντάσματα», η αυλαία του οποίου θα ανέβει την προσεχή Παρασκευή, στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Αρκαδίων.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί ο κ. Λυκουρέσης μιλά για την παράσταση και τη δική του ματιά στο έργο, καθώς και για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου, το οποίο θεωρεί ότι βρίσκεται σε «Συμπληγάδες», λόγω της υφιστάμενης οικονομικής κρίσης, που θα περιορίσει την παραγωγή ταινιών, εκφράζοντας, παράλληλα, την πεποίθηση ότι οι Έλληνες σκηνοθέτες, ως άλλοι «Αργοναύτες», θα τις περάσουν και θα δώσουν στο κοινό τις ενδιαφέρουσες δημιουργίες τους.
Συναντιόμαστε μετά την τεράστια επιτυχία της ταινίας σας “Οι σκλάβοι στα δεσμά τους” που μας έκανε όλους υπερήφανους, γιατί σάρωσε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Περιμένατε αυτήν την ανταπόκριση από τους κριτικούς και το κοινό;
Ο καθένας επιθυμεί και προσδοκά, αλλά δεν μπορεί να γνωρίζει τι ακριβώς θα ακολουθήσει την παραγωγή ενός καλλιτεχνικού έργου. Όμως, εξίσου σημαντικό με τα βραβεία, αυτήν τη στιγμή που μιλάμε, ένα χρόνο ακριβώς μετά την πρεμιέρα της ταινίας – ήταν 5 Μαρτίου του 2009 – είναι η θετική και θερμή υποδοχή της φόρμας και της αισθητικής της από τους θεατές. Αυτό είναι το ενδέκατο, αλλά, ίσως, το πιο σημαντικό από όλα τα βραβεία.
Τα βραβεία, όπως γνωρίζετε, χρησιμεύουν στην έμμεση διαφήμιση, την προβολή του έργου, δηλαδή το κάνουν πιο “επώνυμο” και το κοινό προσμένει την προβολή του, καθώς και στην επιβράβευση κάποιων συντελεστών της ταινίας.
Από τα βραβεία, που πήρε η ταινία, δε με ευχαρίστησαν αυτά που αφορούσαν εμένα, δηλαδή του σεναρίου και της σκηνοθεσίας, αλλά αυτά που πήραν οι ηθοποιοί μου, ο σκηνογράφος, η ενδυματολόγος και ο μουσικός. Πρόκειται για συντελεστές, που δεν τους αντιλαμβάνεται άμεσα το κοινό, αλλά είναι πολύ σημαντικοί στην ανάπτυξη και την οργάνωση του καλλιτεχνικού προϊόντος.
Πάντως, κι εσείς έχετε ένα βραβείο σκηνοθεσίας…
Ναι, και μοιράζομαι με τους συνεργάτες μου το βραβείο του σεναρίου. Δεν είναι λίγο και είναι ιδιαίτερα συγκινητικό που ήρθε τριάντα χρόνια, μετά το πρώτο βραβείο που είχα πάρει, το 1978, με τη “Χρυσομαλλούσα”, ως πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης. Η ελληνική πραγματικότητα είναι συγκεκριμένη και δεν έχουμε τις διαστάσεις ή τον ανταγωνισμό μιας ευρωπαϊκής ευρύτερης αγοράς, αλλά ακόμα και μια τιμητική διάκριση, μέσα στο μικρό χώρο του ελληνικού πολιτισμού, είναι σημαντική.
Αυτά τα τριάντα χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη μέχρι την τελευταία σας ταινία, τι έχει αλλάξει στον ελληνικό κινηματογράφο;
Πάρα πολλά. Πρώτα από όλα, για να είμαι αισιόδοξος, επειδή διδάσκω σε πολλές σχολές, ιδιωτικές και ανώτερες, η παιδεία των δημιουργών. Παλαιότερα, ένα μεγάλο μέρος της καλλιτεχνικής μας αναζήτησης γινόταν τότε πριμιτιβικά. Είχαμε κάνει κάποιες σχετικές σπουδές και, από κει και πέρα, προσπαθούσαμε, μέσα από μια εμπειρική διαδικασία, και με το ένστικτο, από ό,τι βλέπαμε, ζηλεύαμε και αγαπούσαμε, στις ταινίες που βλέπαμε, να βρούμε τον εαυτό μας. Τώρα, οι νέοι σκηνοθέτες προέρχονται από οργανωμένες σπουδές, ενώ οι περισσότεροι από αυτούς έχουν κάνει μεταπτυχιακές, εργαστηριακές σπουδές και σεμινάρια στο εξωτερικό και έχουν δει πώς λειτουργούν τα ξένα συνεργεία ή η ευρύτερη παραγωγή μιας ταινίας, ενώ έχουν στη διάθεσή τους, μέσα από την ψηφιακή επεξεργασία, ένα παγκόσμιο υλικό, για να μελετούν όλη την κινηματογραφία. Αντίθετα, εμείς, εκείνα τα χρόνια, ψάχναμε στην Ελλάδα και το εξωτερικό, τις ταινίες, που ξέραμε ότι είναι σημαντικές. Σήμερα, υπάρχει μια τεράστια βιβλιογραφία σε όλες τις γλώσσες, άγνωστο και αυτό, πριν από τριάντα χρόνια.
Όλα αυτά διαμορφώνουν ένα πεδίο γνώσης τελείως διαφορετικό, ενώ υπάρχει μια ποικιλία σχολών, πανεπιστημιακές και ανώτερες, θεάτρου και κινηματογράφου, πολύ σημαντικές, στις οποίες ο σύγχρονος κινηματογραφιστής μπορεί να σπουδάσει την τέχνη του και να διαμορφώσει, σταδιακά και σύνθετα, το προσωπικό του στιλ και το ύφος που θέλει να αναζητήσει.
Επίσης, η ψηφιακή τεχνολογία επιτρέπει, σήμερα, στους νέους σκηνοθέτες να πειραματίζονται και να κάνουν τολμηρές δουλειές, πράγμα, το οποίο, στην εποχή μας, λόγω του κόστους παραγωγής, ήταν η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Έπρεπε να πιεστείς να βρεις χρήματα και να παρασύρεις στο όραμά σου διάφορους γνωστούς, συγγενείς και φίλους, ώστε να μπορέσεις να υλοποιήσεις, έστω και μία ταινία μικρού μήκους.
Σήμερα, οποιοσδήποτε μπορεί να κάνει ταινία μικρού μήκους, ακόμα και ένας άγνωστος ερασιτέχνης, αρκεί να έχει κέφι, δουλεύοντας με μία μίνι κάμερα και μοντάροντάς την στο κομπιούτερ του. Όλα αυτά, λοιπόν, διευκολύνουν το δημιουργό, ενώ υπάρχει και μία οργανωμένη κινηματογραφική παραγωγή, κρατική και ιδιωτική, αφού υφίσταται το Κέντρο Κινηματογράφου, δηλαδή το Υπουργείο Πολιτισμού. Επίσης, οι ιδιωτικές τηλεοράσεις επενδύουν σε ταινίες, όπως και ιδιώτες παραγωγοί και εταιρείες που επεξεργάζονται τη διανομή, στην ψηφιακή της μορφή, οπότε τους ενδιαφέρει να επενδύουν στην παραγωγή, όπως κάνουν οι Nova, Odeon, Audiovisual κ.ά. Όλα αυτά συνθέτουν ένα πλαίσιο, το οποίο, βέβαια, ενώ υπάρχει μία ευρύτερη οικονομική δυσπραγία, ωστόσο ανοίγει τον ορίζοντα και δίνει απαντήσεις και λύσεις στις προτάσεις των κινηματογραφιστών. Υπό αυτήν την έννοια, θεωρώ ότι τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα από ό,τι ήταν πριν τριάντα ή σαράντα χρόνια, όταν αναζητούσαμε το στίγμα μας στην ελληνική κοινωνία, η οποία έχει αλλάξει και αυτή κι έχει διαμορφώσει μια σύνθετη αισθητική στον πολιτισμό, σε σχέση με την “αθώα” άποψη που επικρατούσε παλαιότερα.
Οι ταινίες που παράγονται σήμερα έχουν καλό ποιοτικά αποτέλεσμα;
Είναι μικτές, δηλαδή, ένα ποσοστό είναι ποιοτικές, ένα ελάχιστο προσωπικές και ένα ποσοστό της τάξης του 50% είναι ή διεκδικεί να είναι καλές, αυτό που λέμε ποιοτικές, εμπορικές ταινίες.
Αυτό δεν πρέπει να το θεωρούμε μειωτικό, γιατί, απλώς, στη χώρα μας, η φάση αυτή δε διαρκεί πολύ, διότι είναι λιγότερο από μία δεκαετία που έχει αρχίσει να οργανώνεται όλο αυτό στα όρια μιας παραγωγικής βιοτεχνίας και όχι μιας βιομηχανίας του κινηματογράφου. Στο εξωτερικό, αυτό υπάρχει δεκαετίες. Άρα, οι λεγόμενες εμπορικές ταινίες ή καλύτερα οι ταινίες για το ευρύ κοινό περιέχουν και πολύ σημαντικά καλλιτεχνικά στοιχεία, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, ταυτόχρονα, είναι πολύ γοητευτικές και για το καλλιτεχνικό τους μέρος. Αυτό είναι το επόμενο βήμα που διεκδικεί ο ελληνικός κινηματογράφος, δηλαδή, δημιουργοί, τεχνικοί και παραγωγοί· όμως, αυτά δε γίνονται με κανόνες ή εντολές. Είναι μια γενιά, που έρχεται, “χωνεύει” τα πράγματα και προσθέτει ένα λιθαράκι σ’ αυτό το διάλογο ανάμεσα στην τέχνη, την ποιότητα και την ποσότητα, ας το πούμε έτσι.
Στην Ελλάδα, δεν έχουμε ξεχάσει ακόμα τη δεκαετία του ’60, αφού όλες οι ταινίες με τους σπουδαίους ηθοποιούς προβάλλονται και ξαναπροβάλλονται και ο κόσμος τις βλέπει, με υψηλά ποσοστά τηλεθέασης. Γιατί αγγίζουν το κοινό ακόμα και σήμερα;
Υποψιάζομαι ότι αυτές οι ταινίες, τότε, όπως και σήμερα, έθιγαν είτε μέσα από το δράμα, είτε μέσα από την κωμωδία, είτε μέσα από το μελόδραμα, κοινωνικά προβλήματα, προβλήματα της ελληνικής οικογένειας, εργασιακά και συναισθηματικές συγκρούσεις, και, αν αφήσουμε τον ελληνικό κινηματογράφο και σκεφτούμε τη ζωή, δε νομίζω ότι έχουν αλλάξει πολλά πράγματα από τότε. Μπορεί να έχει αλλάξει το περίβλημα στην Ελλάδα, το σπίτι, η διαχείριση των αγαθών, το ντύσιμο, το χτένισμα, αλλά οι ίδιες αγωνίες, πάνω – κάτω, ταλανίζουν την ελληνική οικογένεια.
Με αυτή την έννοια, η ίδια θεματική εξακολουθεί να αποτελεί διαφυγή και διασκέδαση για τον ταλαίπωρο Έλληνα ή Ελληνίδα θεατή.
Σας θυμίζω ότι η ελληνική τηλεόραση επαναλαμβάνει αυτές τις ταινίες, δωρεάν, δηλαδή αυτή η υψηλή ακροαματικότητα μετριέται, μέσα από ένα μέσο, που προσφέρει δωρεάν διασκέδαση ή θέαμα.
Επίσης, θυμίζω ότι και ένα αντίστοιχο: συχνά κερδίζουν ένα πολύ υψηλό ποσοστό τηλεθέασης και σειρές ή εκπομπές, οι οποίες, κατά κοινή πεποίθηση, είναι οριακά ανόητες ή αφελείς.
Αυτό σημαίνει ότι καμιά φορά η τηλεθέαση, δηλαδή η τηλεθέαση του προϊόντος, που προβάλλεται, είτε είναι κινηματογραφικό είτε είναι τηλεοπτικό, δεν είναι ο πιο ακριβής δείκτης ουσιαστικού ενδιαφέροντος, το οποίο θα μετριόταν, εάν γινόταν μία ρετοσπεκτίβα σε παλιές ελληνικές ταινίες και τότε θα βλέπαμε πόσοι θα ξαναπλήρωναν εισιτήριο, για να πάνε να χαρούν μία παλιά ελληνική ταινία. Φοβάμαι ότι θα ήταν πάρα πολύ λίγοι, θεωρώντας ότι την έχουν ξαναδεί. Είναι σαν αυτό που συνέβαινε, μέχρι πριν από λίγα χρόνια και φθίνει τώρα, όπως έχει διαπιστωθεί, με τις ταινίες της Αλίκης Βουγιουκλάκη, οι οποίες έθελγαν τότε το τηλεοπτικό ελληνικό κοινό. Νομίζω ότι τώρα αρχίζουν και αυτές να περνάνε σε ένα στοκ τηλεοπτικής παρουσίας, γιατί υπάρχουν πιο σύγχρονες ταινίες, σειρές και εκπομπές.
Όμως, ο ελληνικός κινηματογράφος, στον οποίο αναφερθήκαμε πριν, στο τμήμα της εμπορικής παραγωγής, στοχεύει πάλι μέσα από την κωμωδία και με κάποιους σημερινούς πια καλούς ηθοποιούς, είτε είναι σταρ της τηλεόρασης, είτε ικανοί θεατρικοί ηθοποιοί και έχουν, ήδη, παρουσία στον κινηματογράφο, να θέλξει και να παρασύρει το κοινό στις αίθουσες. Δηλαδή, ισχύουν τα ίδια στοιχεία, ένα “ευκολοχώνευτο” και ευχάριστο θέμα, με καλούς ηθοποιούς, που μπορούν να στηρίζουν το σενάριο, σε όποια μορφή και είδος να είναι, είτε κωμωδία, είτε δράμα, είτε κοινωνική ταινία, κυρίως, όμως, κωμωδία – και μπορεί εύκολα να το καταλάβει κανείς αυτό – γιατί σε χαλεπούς ή δύσκολους καιρούς οικονομικών προβλημάτων – η κωμωδία είναι μια διέξοδος, διότι πας και λες: “θα περάσω δύο ευχάριστες ώρες”. Άρα, αυτού του είδους οι ταινίες ανανεώνουν και σήμερα αυτήν τη γοητεία του ελληνικού κινηματογράφου, δηλαδή την αναπαράγουν. Αυτό το λέω ελαφρά με μία αντικειμενική κριτική: Δεν είμαι απόλυτα σύμφωνος όταν αυτό ταυτίζεται με το παρελθόν. Πιστεύω, δηλαδή, ότι η σημερινή κωμωδία πρέπει να έχει ένα άλλο ύφος, πολύ πιο σύγχρονο και να μην είναι αναπαραγωγή του προτύπου της δεκαετίας του ’60 ή του ’70, η οποία ήταν η χρυσή δεκαετία του ελληνικού κινηματογράφου.
Ποια ταινία και ποιον ηθοποιό αγαπάτε ιδιαίτερα από εκείνη την εποχή;
Έβλεπα τότε τις “δύσκολες” ελληνικές ταινίες του Κακογιάννη, του Κούνδουρου, του Μανθούλη, δηλαδή ανακάλυψα αυτές τις ταινίες αρκετά αργότερα, μάλλον από την τηλεόραση. Παρόλα αυτά, εκτιμώ το Θανάση Βέγγο, ο οποίος έχει μια προσωπικότητα αντίστοιχη με τού Λάκη Λαζόπουλου, σήμερα, στο θέατρο. Επίσης, θεωρώ ότι ο Ντίνος Ηλιόπουλος ήταν σπουδαίος ηθοποιός, καθώς και οι Μίμης Φωτόπουλος, Ορέστης Μακρής, Βασίλης Αυλωνίτης. Αυτή η ομάδα των Ελλήνων κωμικών, δούλεψε με προβληματικά σενάρια – γιατί στην ουσία ήταν θεατρικά έργα και η κινηματογραφική μεταφορά τους ήταν προβληματική – με πολύ δύσκολες ή ανύπαρκτες σκηνοθετικές κατευθύνσεις και, κυρίως, με πολύ λίγη έμπνευση στην κινηματογραφική αφήγηση, παρουσίασε και κατέγραψε, μέσα από αυτές τις ταινίες, μια αξιοζήλευτη δυναμική, ανάλογη με τους αντίστοιχους ξένους ηθοποιούς.
Θα έλεγα ότι ο Κώστας Χατζηχρήστος ή ο Βασίλης Αυλωνίτης, δηλαδή ηθοποιοί με “μούτες”, δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα, π.χ., από το Λουί ντε Φινές, από τη Γαλλία, ή από το Σόρντι ή το Μαμφρέτι από την Ιταλία. Ο ιταλικός κινηματογράφος είχε, αντίστοιχα, μία πολύ μεγάλη ομάδα, τη δεκαετία του ’60 – ’70, από σπουδαίους ηθοποιούς και σκηνοθέτες, και πάνω από όλα έναν ιταλικό κινηματογράφο, ο οποίος από την εποχή του βωβού ήταν σημαντικός παγκοσμίως.
Υπάρχει, κάποια ταινία ή σκηνοθέτης που σας έχει σημαδέψει;
Με γοητεύει το “8 1/2” τού Φελλίνι, τον οποίο θεωρώ μαζί με τον Μπέργκμαν, όσο κι αν φαίνεται οξύμωρο, ως δύο πολύ σημαντικούς σκηνοθέτες και θα έβαζα δίπλα τους έναν “κατασκευαστή” ταινιών, όπως ο Άλφρεντ Χίτσκοκ. Αυτοί είναι τρεις από πάρα πολλούς σκηνοθέτες που έχουν σημαδέψει και έχουν φωτίσει τα όνειρα, τις ελπίδες και τα πλάνα ζωής ενός κινηματογραφιστή.
Το “8 1/2” με σημάδεψε, γιατί αυτή η ταινία εμπεριέχει στοιχεία απίστευτης κινηματογραφικής γοητείας, αλλά, ταυτόχρονα, ένα ψυχαναλυτικά, κωμικό, δραματικό, οριακά σύνθετο, όχι απλά προσωπικό, αλλά και οικουμενικό πορτρέτο τού δημιουργού. “Πρωταγωνιστής” της ταινίας είναι ο σκηνοθέτης, ενώ υπάρχει η απόλυτη ταύτιση του Μαστρογιάννη, ως ηθοποιού, με το Φελλίνι. Αυτό παράγει μία γοητεία που εξακολουθεί να είναι αξεπέραστη.
Αυτή τη γοητεία συνεργασίας και κατανόησης ηθοποιού – σκηνοθέτη την έχετε βιώσει;
Πολλές φορές και, ιδιαίτερα, στην τελευταία μου ταινία, το βίωσα με όλη την ομάδα των ηθοποιών. Το λέω συχνά αυτό, γιατί ήταν πολύ γοητευτική η συνεργασία στους “Σκλάβους”. Δουλέψαμε, εξαρχής, σαν μια θεατρική ομάδα, με πολλή πίστη, σχεδόν για ένα τρίμηνο. Ίσως, γιατί το κάστινγκ έγινε από εμένα και σχεδόν όλοι οι ηθοποιοί, ξεκινώντας από το Γιάννη Φέρτη μέχρι τα υπόλοιπα παιδιά, που μόλις είχαν αποφοιτήσει από τις σχολές, ήταν όλοι σχεδόν αυτοί που ήθελα.
Έτσι, δουλέψαμε το σενάριο, που μας ενδιέφερε όλους, εν είδει θεατρικού καμβά, με απίστευτη αγάπη και νομίζω ότι αυτός ο ζήλος, ο εσωτερικός και ουσιαστικός διάλογος ανάμεσα στους ηθοποιούς και το σκηνοθέτη, πέρασε και στην ταινία, γεγονός αναγνωρίσιμο από τους θεατές και βασικό της πλεονέκτημα, εάν μπορώ να κρίνω εγώ κάτι τέτοιο. Ωστόσο, θεωρώ ότι δεν είναι αυτοπροβολή να τονίσω την ερμηνευτική γκάμα τής ταινίας. Από την πρώτη μου ταινία, τη “Χρυσομαλλούσα”, είχα πολύ καλή χημεία με τους ηθοποιούς, τη Βέρα Κρούσκα, το Βαγγέλη Καζάν και τον Αντώνη Κατσαρή, αλλά και όλους τους ερασιτέχνης, που, για πρώτη φορά, μετά τις τρεις ταινίες μικρού μήκους που είχα κάνει, τόλμησα – γιατί ήταν τόλμη για την απειρία μου – να δουλέψω με ερασιτέχνες, που από τότε με ακολουθούν σε όλη μου τη ζωή, γιατί και τώρα συνεργάζομαι με ερασιτέχνες, οι οποίοι είναι υπέροχοι.
Το “τώρα” έχει σχέση με το έργο της Θεατρικής Σκηνής που σκηνοθετείτε και πρόκειται για το “Ωχ! Αυτά τα φαντάσματα”, του Εντουάρντο ντε Φιλίππο. Πώς αποφασίσατε να σκηνοθετήσετε ένα θεατρικό έργο με ερασιτέχνες;
Όχι μόνο ερασιτέχνες, αλλά και επαγγελματίες ηθοποιούς. Με το θέατρο ασχολούμαι εδώ και χρόνια. Έχω σκηνοθετήσει αρκετές παραστάσεις εκτός Αθηνών. Εκμεταλλεύομαι κάθε ευκαιρία να δουλέψω στο θέατρο, γιατί είναι ένας άλλος χώρος, μια άλλη διάσταση. Δεν είναι τόσο η τεχνική παρέμβαση του σκηνοθέτη στο σενάριο, όσο ο διάλογος μεταξύ των ερμηνευτών και του σκηνοθέτη, αναφορικά με το συγκεκριμένο έργο.
Ποια είναι η δική σας “ματιά” στο κείμενο του Εντουάρντο ντε Φιλίππο;
Να φωτίσω, με τον καλύτερο τρόπο, τη λογική και την παράνοια που διέπουν τη ζωή μας, δηλαδή, το διάλογο ανάμεσα στο δράμα, την πίκρα και το γέλιο, στο βαθμό που όλοι μας – πέρα από ηλικίες και εποχές – έχουμε ανάγκη από κάποια μη ρεαλιστικά στοιχεία, όπως είναι ένας φανταστικός κόσμος, ο κόσμος των φαντασμάτων, δηλαδή των ψευδαισθήσεων και των φαντασιώσεων μας, στον οποίο να στηριζόμαστε, παίρνουμε μια βαθιά ανάσα και συνεχίζουμε.
Είναι ένας διάλογος ανάμεσα στο ρεαλισμό της ζωής, τη δύναμη και τη στήριξη που δίνουν οι φαντασιώσεις και τα μη ρεαλιστικά και ορατά στοιχεία της ιδιοσυγκρασίας μας. Είναι ένα περίεργο έργο και με έκαναν να βρίσκομαι εδώ, οι εξής λόγοι: Ήταν χαρά και τιμή, για μένα, η πρόσκληση της Θεατρικής Σκηνής να συνεργαστούμε. Η συνεργασία μας εκκρεμούσε, εδώ και χρόνια, ενώ είχα δουλέψει με μέλη της, στη Ζάκυνθο, όπως στην παράσταση για τα πενήντα χρόνια από τους σεισμούς του 1953. Από τότε μας άρεσε αυτή η “συμβίωση” και ανταλλαγή δουλειάς και εκκρεμούσε η πρόταση συνεργασίας. Υποψιάζομαι ότι η νέα σκηνή, η οποία έχει δυνατότητες και απαιτήσεις σαν χώρος, αλλά και σαν εύρος, πια, θεατών, οδήγησε και τους φίλους του Σαρακινάδου να ζητήσουν, πλην των άλλων συνεργατών, που δούλευαν, δουλεύουν και θα δουλεύουν μαζί τους και τη δική μου ματιά στο θεατρικό κόσμο.
Επίσης, εφέτος, μετά από τρία χρόνια συνεχούς εμπλοκής με τους “Σκλάβους”, είχα χρόνο για την παράσταση. Επειδή, λοιπόν, μετά τους “Σκλάβους”, ήθελα να δουλέψω σε μία άλλη φόρμα, όπως είναι η θεατρική, η πρόταση μιας θεατρικής σκηνοθεσίας ήταν άκρως ενδιαφέρουσα και ουσιαστικής δημιουργικής εμπλοκής για μένα.
Επίσης, με γοητεύει αυτό το μείγμα ανάμεσα στους επαγγελματίες ηθοποιούς και τους ερασιτέχνες που δίνουν την ψυχή, το σώμα, όλη τους την ενέργεια, αλλά και το μέγιστο της προσφοράς σε μια θεατρική ερμηνευτική παρουσία, πράγματα τα οποία κάνουν από μεράκι, χωρίς επαγγελματικές γνώσεις και την παιδεία της θεατρικής διαχείρισης. Αυτό το έχω ξανακάνει, στο παρελθόν, στην Κοζάνη και την Κέρκυρα και έχει σημαδέψει όλες μου τις ταινίες. Με έθελγε, λοιπόν, αυτό το στοίχημα της ζεύξης επαγγελματικών και ερασιτεχνών και έτσι όλα αυτά έγιναν ένας πολύ ουσιαστικός μοχλός κίνησης και ενεργοποίησης της παράστασης.
Πότε ξεκινούν οι παραστάσεις;
Οι παραστάσεις ξεκινούν, την Παρασκευή 12 Μαρτίου και θα διαρκέσουν έως τις 28 του μήνα. Είναι μια μεγάλη παράσταση, η οποία “πατάει” στη μουσική και τις χορογραφίες.
Ποιοι είναι οι συνεργάτες σας;
Θα αναφέρουμε τους ηθοποιούς, οι περισσότεροι από τους οποίους ονομάζονται «Γιώργος», και, όταν έλεγα το όνομα, απαντούσαν και οι πέντε. Τώρα πια τους φωνάζω με το όνομα του ρόλου τους.
Πρωταγωνιστούν, λοιπόν, οι Γιώργος Γκίκας και Γιώργος Βούτος. Συμπρωταγωνιστούν οι Γιώργος Γουσέτης και Γιώργος Μαυρίας.
Συμμετέχουν οι Γιώργος Σεμιτέκολος, Κώστας Συνετός και Νιόνιος Τετράδης.
Παράλληλα, συμπρωταγωνιστούν η Σοφία Ζήβα, η Ντίνα Λυκούρεση, η Ιωάννα Φραγκούλη, καθώς και η Μαρία Μαλεβίτη.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι της Άντας Κορφιάτη.
Οι χορογραφίες, οι οποίες διαδραματίζουν πολύ σημαντικό ρόλο και μαζί με την κίνηση της όλης παράστασης, συμπρωταγωνιστούν στη σκηνοθετική μου ματιά, είναι της Βάνιας Τσιλιμίγκρα.
Στην παράσταση έχω το άλλοθι των Φαντασμάτων, το οποίο αποφάσισα να εκμεταλλευτώ στο έπακρο κι έτσι τα “Φαντάσματα” κυκλοφορούν στην παράσταση.
Η μουσική είναι του Νίκου Ξένου.
Την παράσταση φωτίζει ένας στενός συνεργάτης και φίλος μου, όπως και όλοι οι προηγούμενοι, ο Παναγιώτης Σαλαπάτας, ο οποίος ήταν και Διευθυντής Φωτογραφίας στους “Σκλάβους”.
Από εκεί και πέρα, ας μη γελιόμαστε, πίσω από την παράσταση είναι όλη η ομάδα της Θεατρικής Σκηνής, τους οποίους γνωρίζουμε όλοι και είναι πολύ σημαντικό να θυμίζουμε ότι όλοι τους, εργάτες της θεατρικής τέχνης, είναι στη διάθεση του σκηνοθέτη, ώστε να υλοποιήσουν, με τον καλύτερο τρόπο, τις προτάσεις και τις επιθυμίες του, ό,τι δηλαδή θα «φωτίσει» τη θεατρική παράσταση.
Και μετά τα Φαντάσματα;
Μετά διεκδικώ την επόμενη ταινία. Ήδη, ασχολούμαι με το σενάριό της. Είναι σύγχρονη ιστορία, η οποία εκτυλίσσεται στην Αθήνα και είναι κάτι τελείως διαφορετικό από τους “Σκλάβους”.
Το σενάριο το γράφω εγώ και, προφανώς, θα συνεργαστώ με συν-σεναριογράφους, γιατί είναι καλό να διαμορφώνεις με συνεργάτες και καλούς σου φίλους την αρχική ιδέα και να ακολουθεί η σύνοψη και η ανάπτυξη, ούτως ώστε ένας επαγγελματίας συνεργάτης να μπορέσει να κατανοήσει αυτό που διεκδικείς. Μετά, την “περιπέτεια” των “Σκλάβων” και, γενικά, το Επτανησιακό στοιχείο, που το έζησα και ζω, θέλω να κάνω κάτι στο Αθηναϊκό τοπίο, το οποίο δεν έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να δω πώς λειτουργεί ένα ερωτικό – ψυχολογικό θρίλερ.
Θα δούμε, όμως, την εξέλιξή του επειδή, όπως είπαμε και στην αρχή, ναι μεν οι συνθήκες εργασίας, εξελίσσονται στον κινηματογράφο, αλλά από την άλλη μεριά, η οικονομική δυσπραγία θα επηρεάσει, σίγουρα, και την κινηματογραφική παραγωγή στην Ελλάδα.
Είμαστε μια μικρή χώρα, το κοινό μας είναι λίγο και δεν έχουμε το εύρος της αμερικάνικης, της γαλλικής, της ισπανόφωνης ή της γερμανικής παραγωγής, ενώ, βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε και την ασιατική αγορά, γιατί Κινέζοι, Ιάπωνες και Κορεάτες, κυριαρχούν, επειδή έχουν εκατοντάδες εκατομμυρίων θεατών.
Όταν μία ελληνική ταινία κόβει 500.000 – 600.000 εισιτήρια, πανηγυρίζουν οι πάντες, θεωρώντας το επιτυχία, ενώ, την ίδια στιγμή, στο εξωτερικό μετράνε σε εκατοντάδες εκατομμύρια τους θεατές. Αυτό δε θα το ανέφερα καθόλου, εάν δεν ήθελα να επισημάνω ότι ενδιαφέρει πολύ τον παραγωγό, δηλαδή αυτόν που θα επενδύσει, γιατί κάνει δύσκολη την επιστροφή των χρημάτων στην Ελλάδα.
Και είναι αναμενόμενο, δυστυχώς, ότι, το εγγύς χρονικό διάστημα, το να κάνεις μια κινηματογραφική παραγωγή, θα είναι πιο δύσκολο από τα προηγούμενα χρόνια.
Το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου το βλέπετε σε Συμπληγάδες…
Δεν το βλέπω σκοτεινό, αλλά σε “Συμπληγάδες”, όπως είπατε. Όμως, από την άλλη μεριά, θεωρώ ότι η «Αργώ» έχει πολύ καλούς κωπηλάτες, δηλαδή νομίζω ότι οι νέοι Έλληνες «Αργοναύτες» είναι πάρα πολύ καλοί δημιουργοί και μπορούν, έστω και με μισοσπασμένες τις άκρες των κουπιών τους, να καταλήξουν στην Κολχίδα και, πραγματικά, να προωθήσουν και να ανανεώσουν τις ελληνικές ταινίες και το διάλογό τους με το κοινό, μαζί με τη δική μας γενιά, που, κατά κάποιο τρόπο, με ένα μεσήλικο ηλιακά τέμπο, εξακολουθεί να παράγει έργο.
Η δική σας “Αργώ” για πού ταξιδεύει;
Κακά τα ψέματα. Η “Αργώ” κάθε δημιουργού στοχεύει σε μια επιτυχημένη καλλιτεχνική δουλειά, περνώντας από “Συμπληγάδες”, αλλά και από εύφορες ακτές. Σ’ αυτή τη φάση, εύφορος ακτή, για μένα, είναι η παιδευτική μου εμπλοκή, γιατί τα τελευταία πέντε χρόνια, αλλά και παλαιότερα, διδάσκω, με την έννοα ότι η διδασκαλία κινηματογράφου σε νέους ανθρώπους, στη γενιά των εικοσάρηδων, επαναπροσδιορίζει το στίγμα της τέχνης που έχω επιλέξει και, κατά κάποιο τρόπο, συνεχίζω να διεκδικώ τη χαρά και τη χάρη της. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό.
“Ιθάκες” υπάρχουν σήμερα;
Νομίζω ότι ο Καβάφης το είχε πει πολύ καλά και είχε εκφράσει άριστα την εποχή του και όλους μας, ιδιαίτερα, την αρχή και τα μέσα του 20ου και του 21ου αιώνα. Πιστεύω ότι η διαδρομή παραμένει πάντα σημαντική και τώρα, ίσως περισσότερο από ποτέ, “Ιθάκες” δεν υπάρχουν. Ωστόσο, παραμένει σπουδαίο, όπως το περιγράφει ο Καβάφης, ο μεγαλύτερος ίσως ποιητής, γιατί λειτουργεί σε ένα υψηλά διανοητικό επίπεδο. Υπό αυτήν, λοιπόν, την έννοια, είμαι και εγώ ένας άνθρωπος, που όσο του επιτρέπει, κοινότυπα, η σωματική του υγεία και η καθημερινή του αντοχή, του αρέσει πάρα πολύ το συναισθηματικό, χωροταξικό και δημιουργικό, ταξίδι.
Πείτε μου το μότο της ζωή σας…
Υπάρχει ένας ωραίος στίχος του Διονυσίου Σολωμού, που τον ανακάλυψα στα χειρόγραφά του, μάλλον από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους:
«Από βυθό σε άλλο βυθό, ώσπου δεν ήταν άλλος κι εκείθε βγήκε ανίκητος».
Είναι καταπληκτικός, γιατί εμπεριέχει αυτήν την εναγώνια καταβύ%C